Γκουλάγκ! Αυτή η, όχι και τόσο εύηχη, λέξη έπεσε σαν κοτρόνα πριν από λίγες μέρες πάνω στα κεφάλια μας. Την ξεστόμισε ένας Σλοβένος φιλόσοφος, παρουσία ενός Έλληνα πολιτικού, και αμέσως κυριάρχησε στο δημόσιο διάλογο εκτοπίζοντας –με τον τρόπο που ο Στάλιν εκτόπιζε τους πολιτικούς του αντιπάλους– κάθε άλλο ζήτημα.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ένιωσε «ανατριχίλα και αποτροπιασμό». Ο Σύριζα, εμμέσως πλην σαφώς, τον αποκάλεσε βλάκα. Στη συζήτηση ενεπλάκη και ο κ. Πάγκαλος ο οποίος, με την πρακτική σκέψη που τον διακρίνει, πρότεινε τη θέσπιση ενός νόμου που θα στέλνει τον κ. Τσίπρα στη φυλακή. Ακολούθησαν διάφοροι λεκτικοί αυτοσχεδιασμοί και νοηματικές ακροβασίες και τελικά φτάσαμε, για μια ακόμη φορά, στην προσφιλή μας θεωρία των δύο άκρων.
«Τι στρατόπεδα συγκέντρωσης, τι γκουλάγκ. Τι ναζισμός, τι κομμουνισμός. Το ίδιο πράγμα είναι» κατέληξαν κάποιοι.
Ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να μας διαφωτίσει για τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ στρατοπέδων συγκέντρωσης και γκουλάγκ, δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Ο λόγος για τον Νίκο Ζαχαριάδη, τον ιστορικό ηγέτη του ΚΚΕ, ο οποίος πέρασε και από τους δύο τύπους ιδρυμάτων. Από το 1941 μέχρι το 1945 ήταν έγκλειστος στο Νταχάου, ενώ, αργότερα, έπειτα από το θάνατο του Στάλιν, εξορίστηκε στη Σιβηρία όπου και αυτοκτόνησε – κατ’ άλλους εκτελέστηκε.
Καθώς λοιπόν δεν μπορούμε να τα μάθουμε από πρώτο χέρι, είμαστε υποχρεωμένοι να αντλήσουμε πληροφορίες από τις ιστορικές πηγές, αλλά και από κάποιους συγγραφείς που βρέθηκαν εκεί και έγραψαν τις εμπειρίες τους. Για παράδειγμα, ο Βαρλάμ Σαλάμοφ, στο βιβλίο του «Ιστορίες από την Κολιμά», περιγράφει με ανατριχιαστική σαφήνεια τη ζωή στα γκουλάγκ. Μια ζωή που είχε σαν συστατικά της την εξαντλητική δουλειά, την πείνα, το κρύο, τους ξυλοδαρμούς, τους φόνους, την τρομακτική –και θεσμοθετημένη– κυριαρχία των ούρκα (των «ποινικών» φυλακισμένων) και, κυρίως, την άμεση και οριστική εξαέρωση κάθε ηθικού κανόνα και φραγμού.
Στην ουσία τα γκουλάγκ ήταν μια εξελιγμένη μορφή των στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας που υπήρχαν στην τσαρική Ρωσία. Επί Στάλιν, όμως, πέρασαν σε άλλο επίπεδο. Ήταν τελείως απρόβλεπτο το ποιος θα κατέληγε εκεί. Μπορεί να πήγαινες επειδή κάποιος σε κατηγόρησε ότι ήσουν τροτσκιστής. Μπορεί να πήγαινες επειδή ανήκες σε κάποια ύποπτη, τη δεδομένη στιγμή, εθνική ή κοινωνική ομάδα. Μπορεί, τέλος, να πήγαινες για αιτίες άσχετες με κάθε έννοια λογικής. Ο σκηνοθέτης Σεργκέι Παρατζάνοφ πήγε επειδή τα έργα του είχαν «σουρεαλιστικές τάσεις», ενώ ο ίδιος ο Σαλάμοφ επειδή έκανε ένα άστοχο λογοτεχνικό σχόλιο.
Τα ναζιστικά στρατόπεδα χωρίζονταν χοντρικά σε δύο είδη: στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και στα στρατόπεδα εξόντωσης. Τα πρώτα υπήρχαν απλά για να προμηθεύουν με εργάτες-σκλάβους το γερμανικό κράτος, μα και κάποιες μεγάλες επιχειρήσεις (μια τέτοια ήταν η αγαπημένη μας Ζίμενς). Οι συνθήκες ζωής εκεί ήταν ανάλογες με εκείνες των σταλινικών γκουλάγκ και ο θάνατος προερχόταν κυρίως από τις κακουχίες, την πείνα και τις αρρώστιες.
Τα στρατόπεδα εξόντωσης, από τη μεριά τους, ήταν ταυτόχρονα και στρατόπεδα εργασίας (η Ζίμενς είχε και εδώ εγκαταστάσεις). Βασικά όμως υπηρετούσαν την πολιτική της «τελικής λύσης». Εκεί στέλνονταν κυρίως οι Εβραίοι, οι Τσιγγάνοι και γενικά όσοι έπρεπε να αφανιστούν από προσώπου γης. Αυτό το τελευταίο γινόταν είτε απευθείας (παιδιά, γέροι και γενικά οι ανίκανοι προς εργασία θανατώνονταν άμεσα), είτε μετά από σκληρή δουλειά. Σ’ ένα τέτοιο στρατόπεδο βρέθηκε ο συγγραφέας Ίμρε Κέρτες ο οποίος στο «Μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο» γράφει με ένα αποστασιοποιημένο, υπαινικτικό και σχεδόν ανάλαφρο ύφος τα όσα έζησε. Μέσα από τις προσεκτικά διατυπωμένες περιγραφές του αναδύεται ο εκπληκτικής επινόησης μηχανισμός που είχε στηθεί ώστε να εξοντωθούν οι κρατούμενοι, χωρίς όμως να ζημιωθεί το γερμανικό δημόσιο από το θάνατό τους. Αντίθετα, να βγάλει και κάτι. Από τα παλιά ρούχα τους, από τα μαλλιά τους, τα δόντια τους, το λίπος τους...
Αυτή η τάξη, το σύστημα και η οργάνωση είναι που, στο δικό μου μυαλό τουλάχιστον, κάνουν τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης να «υπερέχουν» απέναντι στα κάθε λογής δύσμορφα ξαδέλφια τους. Γιατί θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η σύγχρονη ιστορία έχει να επιδείξει και άλλες περιπτώσεις απάνθρωπων μαζικών εκτοπισμών. Για παράδειγμα, στρατόπεδα συγκέντρωσης είχαν και οι Άγγλοι, κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ήταν τα περίφημα «σύρματα» –το Ελ Ντάμπα, το Ντεκαμερέ κ.ά.– όπου κλείστηκαν και πολλοί Έλληνες. Ακόμη και οι φιλελεύθερες ΗΠΑ είχαν το μερίδιό τους στη φρίκη.
Έπειτα από την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ, η αμερικανική κυβέρνηση έστειλε όλους τους ιαπωνικής καταγωγής πολίτες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πολλοί απεβίωσαν εκεί εξαιτίας των άθλιων συνθηκών διαβίωσης. Και βέβαια η λίστα δεν τελειώνει εδώ. Περιλαμβάνει τα τάγματα εργασίας των Τούρκων, τα ιταλικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Λιβύη και την Ερυθραία, τη γενοκτονία των Καμποτζιανών από τους Ερυθρών Χμερ...
Θα ήταν βέβαια άκομψο να προσπαθήσουμε να πείσουμε κάποιον που πέθανε στην Κολιμά ή σε ένα άλλο μη ναζιστικό στρατόπεδο ότι υπήρξε τυχερός που δεν πέθανε στο Άουσβιτς. Παρόλα αυτά, σύγκριση του ναζισμού με τον κομμουνισμό –ή γενικά με τα καθεστώτα που χρησιμοποίησαν κάποια στιγμή την πρακτική των στρατοπέδων συγκέντρωσης– δεν μπορεί να γίνει, καθώς υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά. Οι ναζί, όταν έκαναν τα εγκλήματά τους, ήταν συνεπείς με την ιδεολογία τους. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης πηγαίνουν πακέτο με αυτήν. Αντίθετα, τα σταλινικά και τα υπόλοιπα ανάλογα εγκλήματα αποτελούν μια διαστροφή για την οποία δεν ευθύνεται κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία. Είναι, ας πούμε, μια έξτρα υπηρεσία. Μια ευγενική προσφορά των ανθρώπων που δεν επιτρέπουν σε καμία διαφορετική άποψη να διαταράξει την κοσμοθεωρία τους. Και τέτοιοι άνθρωποι, μικροί Στάλιν και Πολ Ποτ, ζουν και εδώ, ανάμεσά μας.
Η κεντρική εικόνα προέρχεται από το βιβλίο του Danzig Baldaev «Drawings from the gulag».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ένιωσε «ανατριχίλα και αποτροπιασμό». Ο Σύριζα, εμμέσως πλην σαφώς, τον αποκάλεσε βλάκα. Στη συζήτηση ενεπλάκη και ο κ. Πάγκαλος ο οποίος, με την πρακτική σκέψη που τον διακρίνει, πρότεινε τη θέσπιση ενός νόμου που θα στέλνει τον κ. Τσίπρα στη φυλακή. Ακολούθησαν διάφοροι λεκτικοί αυτοσχεδιασμοί και νοηματικές ακροβασίες και τελικά φτάσαμε, για μια ακόμη φορά, στην προσφιλή μας θεωρία των δύο άκρων.
«Τι στρατόπεδα συγκέντρωσης, τι γκουλάγκ. Τι ναζισμός, τι κομμουνισμός. Το ίδιο πράγμα είναι» κατέληξαν κάποιοι.
Ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να μας διαφωτίσει για τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ στρατοπέδων συγκέντρωσης και γκουλάγκ, δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Ο λόγος για τον Νίκο Ζαχαριάδη, τον ιστορικό ηγέτη του ΚΚΕ, ο οποίος πέρασε και από τους δύο τύπους ιδρυμάτων. Από το 1941 μέχρι το 1945 ήταν έγκλειστος στο Νταχάου, ενώ, αργότερα, έπειτα από το θάνατο του Στάλιν, εξορίστηκε στη Σιβηρία όπου και αυτοκτόνησε – κατ’ άλλους εκτελέστηκε.
Καθώς λοιπόν δεν μπορούμε να τα μάθουμε από πρώτο χέρι, είμαστε υποχρεωμένοι να αντλήσουμε πληροφορίες από τις ιστορικές πηγές, αλλά και από κάποιους συγγραφείς που βρέθηκαν εκεί και έγραψαν τις εμπειρίες τους. Για παράδειγμα, ο Βαρλάμ Σαλάμοφ, στο βιβλίο του «Ιστορίες από την Κολιμά», περιγράφει με ανατριχιαστική σαφήνεια τη ζωή στα γκουλάγκ. Μια ζωή που είχε σαν συστατικά της την εξαντλητική δουλειά, την πείνα, το κρύο, τους ξυλοδαρμούς, τους φόνους, την τρομακτική –και θεσμοθετημένη– κυριαρχία των ούρκα (των «ποινικών» φυλακισμένων) και, κυρίως, την άμεση και οριστική εξαέρωση κάθε ηθικού κανόνα και φραγμού.
Στην ουσία τα γκουλάγκ ήταν μια εξελιγμένη μορφή των στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας που υπήρχαν στην τσαρική Ρωσία. Επί Στάλιν, όμως, πέρασαν σε άλλο επίπεδο. Ήταν τελείως απρόβλεπτο το ποιος θα κατέληγε εκεί. Μπορεί να πήγαινες επειδή κάποιος σε κατηγόρησε ότι ήσουν τροτσκιστής. Μπορεί να πήγαινες επειδή ανήκες σε κάποια ύποπτη, τη δεδομένη στιγμή, εθνική ή κοινωνική ομάδα. Μπορεί, τέλος, να πήγαινες για αιτίες άσχετες με κάθε έννοια λογικής. Ο σκηνοθέτης Σεργκέι Παρατζάνοφ πήγε επειδή τα έργα του είχαν «σουρεαλιστικές τάσεις», ενώ ο ίδιος ο Σαλάμοφ επειδή έκανε ένα άστοχο λογοτεχνικό σχόλιο.
Τα ναζιστικά στρατόπεδα χωρίζονταν χοντρικά σε δύο είδη: στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και στα στρατόπεδα εξόντωσης. Τα πρώτα υπήρχαν απλά για να προμηθεύουν με εργάτες-σκλάβους το γερμανικό κράτος, μα και κάποιες μεγάλες επιχειρήσεις (μια τέτοια ήταν η αγαπημένη μας Ζίμενς). Οι συνθήκες ζωής εκεί ήταν ανάλογες με εκείνες των σταλινικών γκουλάγκ και ο θάνατος προερχόταν κυρίως από τις κακουχίες, την πείνα και τις αρρώστιες.
Τα στρατόπεδα εξόντωσης, από τη μεριά τους, ήταν ταυτόχρονα και στρατόπεδα εργασίας (η Ζίμενς είχε και εδώ εγκαταστάσεις). Βασικά όμως υπηρετούσαν την πολιτική της «τελικής λύσης». Εκεί στέλνονταν κυρίως οι Εβραίοι, οι Τσιγγάνοι και γενικά όσοι έπρεπε να αφανιστούν από προσώπου γης. Αυτό το τελευταίο γινόταν είτε απευθείας (παιδιά, γέροι και γενικά οι ανίκανοι προς εργασία θανατώνονταν άμεσα), είτε μετά από σκληρή δουλειά. Σ’ ένα τέτοιο στρατόπεδο βρέθηκε ο συγγραφέας Ίμρε Κέρτες ο οποίος στο «Μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο» γράφει με ένα αποστασιοποιημένο, υπαινικτικό και σχεδόν ανάλαφρο ύφος τα όσα έζησε. Μέσα από τις προσεκτικά διατυπωμένες περιγραφές του αναδύεται ο εκπληκτικής επινόησης μηχανισμός που είχε στηθεί ώστε να εξοντωθούν οι κρατούμενοι, χωρίς όμως να ζημιωθεί το γερμανικό δημόσιο από το θάνατό τους. Αντίθετα, να βγάλει και κάτι. Από τα παλιά ρούχα τους, από τα μαλλιά τους, τα δόντια τους, το λίπος τους...
Αυτή η τάξη, το σύστημα και η οργάνωση είναι που, στο δικό μου μυαλό τουλάχιστον, κάνουν τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης να «υπερέχουν» απέναντι στα κάθε λογής δύσμορφα ξαδέλφια τους. Γιατί θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η σύγχρονη ιστορία έχει να επιδείξει και άλλες περιπτώσεις απάνθρωπων μαζικών εκτοπισμών. Για παράδειγμα, στρατόπεδα συγκέντρωσης είχαν και οι Άγγλοι, κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ήταν τα περίφημα «σύρματα» –το Ελ Ντάμπα, το Ντεκαμερέ κ.ά.– όπου κλείστηκαν και πολλοί Έλληνες. Ακόμη και οι φιλελεύθερες ΗΠΑ είχαν το μερίδιό τους στη φρίκη.
Έπειτα από την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ, η αμερικανική κυβέρνηση έστειλε όλους τους ιαπωνικής καταγωγής πολίτες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πολλοί απεβίωσαν εκεί εξαιτίας των άθλιων συνθηκών διαβίωσης. Και βέβαια η λίστα δεν τελειώνει εδώ. Περιλαμβάνει τα τάγματα εργασίας των Τούρκων, τα ιταλικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Λιβύη και την Ερυθραία, τη γενοκτονία των Καμποτζιανών από τους Ερυθρών Χμερ...
Θα ήταν βέβαια άκομψο να προσπαθήσουμε να πείσουμε κάποιον που πέθανε στην Κολιμά ή σε ένα άλλο μη ναζιστικό στρατόπεδο ότι υπήρξε τυχερός που δεν πέθανε στο Άουσβιτς. Παρόλα αυτά, σύγκριση του ναζισμού με τον κομμουνισμό –ή γενικά με τα καθεστώτα που χρησιμοποίησαν κάποια στιγμή την πρακτική των στρατοπέδων συγκέντρωσης– δεν μπορεί να γίνει, καθώς υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά. Οι ναζί, όταν έκαναν τα εγκλήματά τους, ήταν συνεπείς με την ιδεολογία τους. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης πηγαίνουν πακέτο με αυτήν. Αντίθετα, τα σταλινικά και τα υπόλοιπα ανάλογα εγκλήματα αποτελούν μια διαστροφή για την οποία δεν ευθύνεται κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία. Είναι, ας πούμε, μια έξτρα υπηρεσία. Μια ευγενική προσφορά των ανθρώπων που δεν επιτρέπουν σε καμία διαφορετική άποψη να διαταράξει την κοσμοθεωρία τους. Και τέτοιοι άνθρωποι, μικροί Στάλιν και Πολ Ποτ, ζουν και εδώ, ανάμεσά μας.
Η κεντρική εικόνα προέρχεται από το βιβλίο του Danzig Baldaev «Drawings from the gulag».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου