Ο Φάκελος της Κύπρου που δόθηκε στην δημοσιότητα , σαράντα τέσσερα χρόνια μετά από την ανείπωτη τραγωδία και τριάντα χρόνια από τότε που η Ελληνική Βουλή διερεύνησε τι ευθύνες για το χουντικό πραξικόπημα και την εισβολή της Τουρκίας το 1974 στη Μεγαλόνησο, δεν έχει πλέον καμία αξία –πλην ίσως της ιστορικής, καθώς δεν κατέδειξε σε βάθος τα προδοτικά γεγονότα που συνέβησαν σε βάρος του Ελληνισμού. Και ακόμη, δεν απέδειξε τον προδοτικό ρόλο –πέραν των γνωστών πρωταιτίων και πρωτεργατών- όλων εκείνων των προσώπων, στρατιωτικών και πολιτικών, που έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο στο παρασκήνιο σε Ελλάδα, Κύπρο, Ευρώπη και ΗΠΑ. Και δεν θα πρέπει να αγνοείται πως το νησί της «θλιμμένης Παναγιάς» καρατομήθηκε σε δύο φάσεις. Επί της χούντας του Ιωαννίδη («Αττίλας 1») και επί της δημοκρατικής αλλαγής στην Ελλάδα –επονομαζόμενη και ως Μεταπολίτευση («Αττίλας 2»).
Αυτά που δημοσιοποίησε ο Φάκελος της Κύπρου για τα σκοτεινά και αιματοβαμμένα γεγονότα, το μοιραίο εκείνο καλοκαίρι για τον κυπριακό Ελληνισμό, ήταν γνωστά –λίγο έως πολύ- εδώ και πολλά χρόνια. Και το κυριότερο, ο Φάκελος της Κύπρου, ξεθυμασμένος πλέον από τον χρόνο, αποτελεί στην ουσία «καμένο χαρτί», αφού οι κόλλες του δεν τύλιξαν όταν έπρεπε κανέναν υπόλογο για να τον στείλουν στο εδώλιο της εσχάτης προδοσίας. Ένας Φάκελος – κενό γράμμα που δεν προκάλεσε την ιστορική Νέμεση. Ένας Φάκελος, που αν και πλήρης ασυλλόγιστων και προδοτικών ενεργειών, σφραγισμένος με αίμα και απώλεια εδαφών, άφησε ασυγκίνητη την κοινή γνώμη και αμέτοχα τα Μέσα Ενημερώσεως.
Συνήθως αποφεύγω χαρακτηρισμούς και βεβαιότητες, γιατί μπορώ να κάνω και λάθος. Ωστόσο, το θέμα της Κύπρου είναι διαφορετική περίπτωση. Αυτό που συνέβη τον Ιούλιο του 1974 ήταν ο ακρωτηριασμός του Ελληνισμού. Ενδεχομένως και ο ενταφιασμός του. Ως οικουμενική αντίληψη, ως πανανθρώπινη πρόταση ζωής και πολιτισμού, ο Ελληνισμός είχε την οντότητά του όταν απλωνόταν και στις δύο πλευρές του Αιγαίου Πελάγους. Είχε την υπόστασή του μόνο όταν έφτανε στη Μεσόγειο, στην Κύπρο.
Η Αμμόχωστος βομβαρδίζεται
Το 1922 ο μισός μας εαυτός βούλιαξε στη φωτιά της Σμύρνης. Πάνω από 1.500.000 Μικρασιάτες Έλληνες εγκατέλειψαν πατρογονικά εδάφη και εστίες. Σχεδόν μισό αιώνα μετά, το 1974, αφανίστηκε ο άλλος μισός εαυτός μας, με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο –και αφού στο ενδιάμεσο είχαν εκδιωχθεί οι Ρωμιοί της Κωνσταντινουπόλεως. Και εκεί που η συνείδηση εξεγείρεται είναι ότι ο Ελληνισμός της Μεγαλονήσου χάθηκε σε έναν πόλεμο στον οποίο η «μητέρα» Ελλάδα δεν έδωσε ούτε μια μάχη. Είναι η ίδια «μητέρα» που στο παρελθόν εγκατέλειψε κάποια άλλα παιδιά της, την Ίμβρο, την Τένεδο, την Πόλη και την Βόρεια Ήπειρο –παρά το γεγονός ότι προστατεύονταν από τις διεθνείς Συνθήκες και Συμφωνίες. Τουλάχιστον στη Σμύρνη, το 1922, ο Ελληνικός Στρατός έδωσε μάχες. Νικηφόρες στην αρχή. Το εάν ο στρατός μας έπρεπε να αποσταλεί στη γη της Ιωνίας, με διχασμένο το φρόνημα λαού και στρατού ελέω Βενιζέλου, και με την μισή πολιτική ηγεσία του τόπου εξορισμένη και διωκόμενη, είναι μία άλλης τάξεως συζήτηση -την οποία, ωστόσο, η Boulevard σε παλαιότερα φύλλα της δεν έχει αποφύγει. Στην Κύπρο, το 1974, δεν έπεσε ούτε μία ντουφεκιά, έστω για την τιμή του Ελληνισμού…
Στον πόλεμο του ’40, πάνω από μεταξικές δικτατορίες, πολέμησε σύσσωμη η Ελλάδα. Στην εισβολή του ’74, πάνω από ιωαννιδικές χούντες και δημοκρατικές κυβερνήσεις, η Ελλάδα έμεινε απόλεμη. Άφησε την Κύπρο αβοήθητη και μονάχη,… να περπατεί στην ολόμαυρη ράχη. Αν είχε αντιδράσει, με την υπεροπλία από αέρος και θαλάσσης που διέθετε, τα γεγονότα θα είχαν πάρει άλλη τροπή. Και αυτό δεν είναι άποψη που απορρέει από κάποιου είδους πολεμοχαρή αντίληψη. Ό ίδιος ο «ισχνός» Φάκελος της Κύπρου –που συντάχθηκε, σημειωτέο, επί εποχής Ανδρέα Παπανδρέου και που δόθηκε στη δημοσιότητα επί κυβερνήσεως Σύριζα- επισημαίνει επί λέξει στο ενδεχόμενο που Ελλάδα είχε αντιδράσει: «θα εδίδετο στον Ελληνισμό το δικαίωμα να πανηγυρίσει μια επιπλέον νίκη εις βάρος των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων». Και σε άλλο σημείο: «Η μη έγκαιρη αποστολή των υποβρυχίων και η εξ αυτής της αιτίας μη επίθεση κατά της τουρκικής αποβατικής δύναμης εστέρησε μαζί με την επέμβαση των αεροσκαφών από τις Ελληνικές Ενόπλους Δυνάμεις, τη μοναδική ευκαιρία να καταγάγουν μια μοναδική νίκη επί της τουρκικής αποβατικής δύναμης που κατά πάσα πιθανότητα θα ανάγκαζε το Τουρκικό Γενικό Επιτελείο να ματαιώσει όλες τις επιχειρήσεις» (Φάκελος Κύπρου, Τόμος Α’ , σελ. 97).
Το σχέδιο
Στη Κύπρο το 1974 παίχτηκε το πιο αιματοβαμμένο και το πιο βρώμικο γεωπολιτικό – γεωστρατιωτικό παιγνίδι σε βάρος του Ελληνισμού. Τόσο το πραξικόπημα εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου (παρά το μυθολόγημα που πίστεψε αφελώς ο Ιωαννίδης περί ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα) όσο και η εισβολή των Τούρκων που ακολούθησε δεν απέβλεπε πουθενά αλλού παρά στη διχοτόμηση του νησιού και κατ’ επέκταση μέσω αυτής στον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου από την δυτική Συμμαχία. Ήταν ένα γεγονός σε δύο πράξεις. Αυτή είναι η αλήθεια.
Τα θεμέλια αυτής της στρατηγικής είχαν μπει λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1959, στις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Τότε που είχε παραχωρηθεί η «ανεξαρτησία» στην Κύπρο, αποδίδοντας στην Τουρκία ρόλο εγγυήτριας δυνάμεως. Δυνατότητα μονομερούς στρατιωτικής επεμβάσεως. Και όχι μόνο. Με την Συμφωνία της Ζυρίχης η Τουρκία εξασφάλισε την εκπροσώπηση τής τουρκικής μειονότητας (το 18% του πληθυσμού) στην εθνική κυβέρνηση της Κύπρου δια αντιπροέδρου, με δικαίωμα βέτο, και την δυνατότητα δημιουργίας ξεχωριστής τουρκοκυπριακής Βουλής. Με λίγα λόγια το 82% των Ελληνοκυπρίων εξομοιώθηκε με το 18% των Τουρκοκυπρίων και για πρώτη φορά η Τουρκία πάταγε πόδι στην Κύπρο με τον πιο επίσημο και νομιμοποιημένο τρόπο.
Τούρκοι στρατιώτες στην Κύπρο με την ημισέληνο
Η συμφωνία είχε υπογραφεί από πλευράς Ελλάδος από τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Ευάγγελο Αβέρωφ, πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών αντίστοιχα. Τότε, στις διαπραγματεύσεις της Ζυρίχης - Λονδίνου είχε αντιδράσει σφοδρά ο Γιώργος Σεφέρης (ο μετέπειτα νομπελίστας ποιητής μας), πρέσβης της χώρας μας στο Λονδίνο. Διαφώνησε ανοικτά με την Συμφωνία, επισημαίνοντας ότι ανοίγει στο μέλλον την διχοτόμηση της Κύπρου. Ήρθε σε ρήξη με τον Αβέρωφ και τελικά αποκλείστηκε στην τελευταία φάση των συνομιλιών στο Λονδίνο, αν και ο Τούρκος συνάδελφός του συμμετείχε κανονικά σε όλους τους γύρους. Στο ημερολόγιο του θα γράψει εκείνες τις ημέρες: «Καραμανλής – Αβέρωφ πάνε να συναντήσουν Ζορλού – Μεντερές Ζυρίχη. Ό,τι και να λένε νομίζω νύφη κουκουλώθηκε· δε λυπάμαι για τίποτε απ’ ό,τι έκανα –εύχομαι να μην λυπάμαι γι’ αυτούς». Το 1963, όταν ο Αβέρωφ του απέστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα για το βραβείο Νόμπελ, ο Σεφέρης δεν του απάντησε. Ο Σεφέρης, με τα όσα δραματικά επακολούθησαν, δικαιώθηκε. Μόνο που δεν ζούσε, και ίσως «ευτυχώς» για να μην δει την τραγωδία του Ελληνισμού την οποία ως γνήσιος πατριώτης είχε διαβλέψει δεκατέσσερα χρόνια πιο πριν. Η εισβολή της Τουρκίας στο μαρτυρικό νησί έγινε βάσει του άρθρου 4 της Συμφωνίας Ζυρίχης – Λονδίνου…
Το πραξικόπημα
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ στην δραματική ιστορία της Κύπρου συναντάται και το 1974. Όπως και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ο Αβέρωφ συναντάται είτε ως «γεφυροποιός» με το στρατιωτικό καθεστώς είτε ως υπουργός Εθνικής Αμύνης στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας που σχηματίστηκε αμέσως μετά την κατάρρευση της χούντας. Ο Καραμανλής συναντάται ως πρωθυπουργός της Ελλάδος στην περίοδο αποκαταστάσεως της δημοκρατίας (Μεταπολίτευση), κληθείς από το στρατιωτικό καθεστώς, ύστερα από παρασκηνιακή διαβούλευση του ίδιου του Αβέρωφ ανατρέποντας την επιλογή του στρατηγού και «Προέδρου της Δημοκρατίας» Φαίδωνα Γκιζίκη, που ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Τρεις έως πέντε ημέρες νωρίτερα από το άφρων πραξικόπημα του καθεστώτος των Αθηνών εναντίον του Μακαρίου (15 Ιουλίου 1974), ο Αβέρωφ το γνώριζε. Την πληροφορία για το τι επρόκειτο να συμβεί την είχε, όπως αναφέρεται στον Φάκελο της Κύπρου, από τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα Χένρι Τάσκα. Γεννάται το ερώτημα: Γιατί δεν ενημέρωσε είτε τον πρέσβη της Κύπρου στην Αθήνα είτε κατευθείαν τον πρόεδρο της Κύπρου Αρχιεπίσκοπο Μακάριο; Όμως δεν ήταν μόνο ο Αβέρωφ που γνώριζε. Και αρκετοί άλλοι. Άλλωστε σε επίπεδο μυστικών υπηρεσιών το σχεδιαζόμενο πραξικόπημα ήταν «κοινό μυστικό». Η CIA το ήξερε τουλάχιστον από τις 23 με 24 Ιουνίου, όπως έχουν μαρτυρήσει επίσημα έγγραφα που αποκαλύφθηκαν. Η εφημερίδα «Πολίτης» της Κύπρου έχει δημοσιεύσει απόρρητο τηλεγράφημα του τότε υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ προς την πρεσβεία της χώρας του στην Λευκωσία (Μάιος 1974) με το οποίο ζητείτο από τον Αμερικανό πρέσβη «να αρχίσουν οι ΄΄θεραπείες΄΄ προς την κυβέρνηση Μακαρίου», όπως χαρακτηριστικά σημείωνε. Βεβαίως η γνησιότητα του τηλεγραφήματος μπορεί να ελέγχεται, ωστόσο πολλά είναι ακόμη τα στοιχεία ή οι ενδείξεις που συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση, ότι, δηλαδή, πολλοί ήταν οι «εξωθεσμικοί» παράγοντες, σε Ελλάδα και εξωτερικό, που γνώριζαν για το επικείμενο πραξικόπημα, εκτός φυσικά της στρατιωτικής χούντας των Αθηνών η οποία το απεργάζονταν με επικεφαλής τον «αόρατο δικτάτορα» Δημήτρη Ιωαννίδη, τον «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» Στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη και τον Αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων Γρηγόριο Μπονάνο. Ένα τέτοιο στοιχείο αποκαλύφθηκε στην Κύπρο, τον Μάρτιο του 2011.
Η αποκάλυψη έγινε με κατάθεση σχετικού εγγράφου στην εξεταστική επιτροπή της Κυπριακής Βουλής, σύμφωνα με το οποίο τρεις ημέρες πριν από το πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακαρίου οι στρατιωτικοί ηγέτες των Αθηνών συναντήθηκαν με τον γνωστό εκδότη Χρήστο Λαμπράκη, στην βίλα του στον Πόρο, με τον οποίο συζήτησαν όλες τις λεπτομέρειες. Στη συνάντηση παραβρέθηκαν ακόμη ο εφοπλιστής Ανδρέας Ποταμιάνος και ο διπλωμάτης Ιωάννης Σωσσίδης. Ο Ποταμιάνος φερόταν σύμφωνα με τις φημολογίες της εποχής ως ο χρηματοδότης της ΕΟΚΑ Β’ (που συμμετείχε στο πραξικόπημα), ενώ ο Σωσσίδης ήταν ο Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών την περίοδο του 1964 και ως «ενωτικός» που ήταν είχε τότε παραιτηθεί εκφράζοντας την δυσαρέσκεια του προς την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου για την απόρριψη του σχεδίου Άτσεσον. Υπενθυμίζεται ότι το σχέδιο Άτσεσον (από το όνομα του εμπνευστή του, τού πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Άτσεσον) προέβλεπε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα με την προϋπόθεση παραχωρήσεως – εκμισθώσεως ενός μέρους του κυπριακού εδάφους (το 10%) στην Τουρκία προς εγκατάσταση στρατιωτικής βάσεως. Το σχέδιο απορρίφθηκε τόσο από τον Παπανδρέου όσο και από τον Μακάριο.
Η απόβαση των τουρκικών δυνάμεων στην Κυρήνεια
Κανείς δεν έμαθε εάν το συγκεκριμένο έγγραφο που κατατέθηκε στην Κυπριακή Βουλή, τον Μάρτιο του 2011, ήταν χαλκευμένο ή όχι. Έχει όμως την σημασία και την αξία του ότι αρχικά είχε περιέλθει στα χέρια ενός αξιόπιστου ανθρώπου, του Χάρη Βωβίδη, ο οποίος και το κατέθεσε στην Κυπριακή Βουλή. Ο Βωβίδης ήταν ο έμπιστος γραμματέας του Μακάριου και το παρέλαβε από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο. Έχει όμως ανάλογο ενδιαφέρον η προηγηθείσα διαδρομή τού εν λόγω εγγράφου με το οποίο περιγράφονται τα της συναντήσεως του Πόρου. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε συνάντηση με τους επικεφαλής της τότε ΚΥΠ όπου και ζήτησε ενημέρωση για το τι είχε συμβεί στην Κύπρο. Κατά την ενημέρωσή του τού παραδόθηκε το εν λόγω έγγραφο. Όταν ο Μακάριος βρέθηκε σε επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα (29 Νοεμβρίου 1974), ο Καραμανλής του το εγχείρισε. Με την σειρά του ο Αρχιεπίσκοπος, μόλις επέστεψε στην Κύπρο, το παρέδωσε προς φύλαξη στον έμπιστο του Βωβίδη.
Η αποκάλυψη αυτή έκανε πάταγο στην Λευκωσία. Περιέργως στην Αθήνα αποσιωπήθηκε από τα μεγαλύτερα Μέσα Ενημερώσεως. Μοναδική εξαίρεση ήταν το περιοδικό HOTDOC και η εβδομαδιαία εφημερίδα «Το Παρόν» η οποία αναφέρθηκε στο θέμα σε ένα φύλλο κυριακάτικης εκδόσεως. Εννοείται ότι ο «Οργανισμός Λαμπράκη» εξέδωσε ανακοίνωση και διέψευσε κατηγορηματικά το έγγραφο.
Η εισβολή
Όσο ήταν γνωστό μέρες πιο πριν εκδηλωθεί το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, άλλο τόσο γνωστή ήταν και η εισβολή της Τουρκίας πριν αυτή πραγματοποιηθεί στην Μεγαλόνησο. Ενώ ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπουλέντ Ετσεβίτ έριχνε στάχτη στα μάτια της παγκόσμιας κοινής γνώμης, δηλώνοντας ότι το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου είναι εσωτερική υπόθεση της Κύπρου, στις 17 Ιουλίου είχε μεταβεί στην Αγγλία και διαβουλεύτηκε με την εγγυήτρια δύναμη -τι άλλο;- τα της εισβολής. Στο Λονδίνο βρισκόταν και ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζότζεφ Σίσκο. Ο Τούρκος πρωθυπουργός πήρε το «πράσινο φως»…
Δεν εξηγείται διαφορετικά ή στάση που τήρησαν τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Αγγλία την ημέρα της εισβολής στην Κύπρο, τα ξημερώματα της 20ηςΙουλίου. Και οι δύο χώρες - δυνάμεις δεν αντέδρασαν, αν και στη θαλάσσια περιοχή της Α. Μεσογείου διατηρούσαν ναυτικές δυνάμεις, ιδιαίτερα οι ΗΠΑ με την τρομακτική δύναμη ισχύος και πυρός του 6ου Στόλου, και μ’ ένα αεροπλανοφόρο στη διάθεσή του. Άφησαν τα γεγονότα να εξελιχθούν όπως εξελίχθηκαν, ιδιαίτερα η Αγγλία η οποία ως εγγυήτρια δύναμη είχε κάθε νόμιμο δικαίωμα και ηθική υποχρέωση να επέμβει. Αμέτοχη στο έγκλημα έμεινε και η άλλη υπερδύναμη, η Σοβιετική Ένωση. Είχε τον τρόπο και την δυνατότητα να επέμβει αλλά δεν το έπραξε. Είχε συμφέρον να προκληθεί ρήγμα στους κόλπους του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα δε στην περίπτωση που ξέσπαγε ένας πόλεμος μεταξύ δύο μελών της δυτικής Συμμαχίας, μεταξύ της Ελλάδος και της Κύπρου.
Ναυτική Αγγελία Κινήσεως Υποβρυχίων
(Subnote) της 19ης Ιουλίου 1974.
Το ΝΑΤΟ ενημερώνεται από την Ελλάδα
(κατ’ επέκταση και η Τουρκία) για τον απόπλου
των ελληνικών υποβρυχίων.
Η άκρως απόρρητη αναφορά –
πολιτικό ημερολόγιο του πλωτάρχη του ελληνι-
κού υποβρυχίου «Γλαύκος»: «αι απώλειαι τας
οποίας θα επιφέραμεν εις τον
εχθρόν θα ήσαν τόσαι ώστε να ηναγκάζετο να
ματαιώση την αποβίβασιν»
Όμως και το καθεστώς της Ελλάδος είχε ειδοποιηθεί για την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, αλλά ύπνωττε τον ύπνο των ψεύτικων διαβεβαιώσεων που είχε λάβει από την αμερικανική διπλωματία και τους πράκτορες της CIA που αλώνιζαν στην Αθήνα και τους οποίους εμπιστευόταν τυφλά. Εξ ου και η φράση του Ιωαννίδη, μετά την τραγωδία, «με εξαπάτησαν». Την πρώτη σοβαρή προειδοποίηση περί επεμβάσεως της Τουρκίας την έλαβε από τον Απρίλιο του 1974 από το κλιμάκιο της ΚΥΠ που δρούσε στην Κυρήνεια. Η προειδοποίηση έγινε από τον επικεφαλής του κλιμακίου, υπολοχαγό Αλέξανδρο Σημαιοφορίδη, ο οποίος κατάφερε να συλλέξει πληροφορίες (μιλούσε την τουρκική γλώσσα) και να καταγράψει προπαρασκευαστικές στρατιωτικές κινήσεις. Η δεύτερη σοβαρή προειδοποίηση της στρατιωτικής ηγεσίας έγινε στις 17 Ιουλίου. Ο τηλεοπτικός σταθμός της Κύπρου SigmaLive έχει φέρει στο φως της δημοσιότητας το σχετικό απόρρητο σήμα του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς της Κύπρου προς το ΑΕΔ (Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων) Ελλάδος. Να θυμίσουμε στο σημείο αυτό ποια ήταν η στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδος την περίοδο του πραξικοπήματος και της εισβολής στην Κύπρο. Αρχηγός Ενόπλων δυνάμεων ήταν ο Γρηγόρης Μπονάνος, Αρχηγός Στρατού ο Ανδρέας Γαλατσάνος, Αρχηγός Ναυτικού ο Πέτρος Αραπάκης και Αρχηγός Αεροπορίας ο Αλέξανδρος Παπανικολάου. Σύμφωνα δε με τον Φάκελο της Κύπρου που δόθηκε στην δημοσιότητα ο Μπονάνος μαζί με τους Ιωαννίδη και τον «Πρόεδρο» Γκιζίκη ήταν η βασική τριανδρία που σχεδίασε, οργάνωσε και εκτέλεσε το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου.
Το πόσο παραμύθι έφαγε το καθεστώς της Αθήνας από τους Αμερικανούς παράγοντες και πράκτορες, ότι δηλαδή δεν υπάρχει περίπτωση τουρκικής επεμβάσεως με το πραξικόπημα και την ανατροπή του Μακαρίου, αποδεικνύεται και από την αμεριμνησία που επέδειξε κι όταν ακόμη απέπλεε από την Μερσίνα ο τουρκικός αποβατικός στόλος. Η εντολή αποβάσεως δόθηκε στις 5 το απόγευμα της 19ης Ιουλίου. Μισή ώρα αργότερα, στις 5.30 το απόγευμα, η βρετανική τηλεόραση παρουσίαζε την αναχώρηση. Όλοι γνώριζαν το τι θα επακολουθούσε, και μόνο το καθεστώς της Ελλάδος δεν ανησυχούσε πιστεύοντας ότι επρόκειτο περί ασκήσεως. Η επίθεση – απόβαση της Τουρκίας εκδηλώθηκε στις 5.20 τα ξημερώματα της επομένης (20/7) στην περιοχή Πέντε Μίλι της Κυρήνειας.
Στην Ελλάδα τις πρώτες απογευματινές ώρες αποφασίζεται η μετάβαση μιας μοίρας καταδρομών στην Μεγαλόνησο. Της 2ης Μοίρας καταδρομών που εδρεύει στην Ρεντίνα. Οι Έλληνες καταδρομείς θα μεταφέρονταν στην Λευκωσία με τέσσερα Μπόινγκ της Ολυμπιακής Αεροπορίας, με ενδιάμεσο σταθμό των αεροπλάνων στο αεροδρόμιο της Σούδας προς ανεφοδιασμό καυσίμων. Συνέβη όμως το εξής «αναπάντεχο». Στο τρίτο αεροσκάφος, στο οποίο είχε μεταφερθεί όλος ο βαρύς οπλισμός της 2ης Μοίρας, έσπασαν οι τροχοί. Έτσι, λόγω μη επάρκειας χρόνου, ματαιώθηκε η αποστολή.
Επιχείρηση «Νίκη»
Μετά την ματαίωση της αποστολής της 2ης Μοίρας καταδρομών αποφασίστηκε να μεταβεί στην Κύπρο η 1η Μοίρα Καταδρομών. Οι καταδρομείς από την Σούδα της Κρήτης θα μεταφέρονταν με 20 μεταγωγικά στρατιωτικά αεροπλάνα «Νοράτλας». Τα αεροπλάνα σύμφωνα με την διαταγή έπρεπε να απογειωθούν τις απογευματινές ώρες της 21ης Ιουλίου, με καταληκτική ώρα απογειώσεως τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας. Και αυτό διότι η όλη επιχείρηση, η μετάβαση και η επιστροφή από την Κύπρο των αεροσκαφών, έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί πριν το πρώτο φως της ημέρας προκειμένου να μην γίνουν αντιληπτά από τις τουρκικές δυνάμεις. Η επιχείρηση «Νίκη» ήταν μυστική και έπρεπε να παραμείνει κρυφή καθώς Ελλάδα και Τουρκία δεν ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Όμως σε λόγους που οφείλονταν στον χρόνο προετοιμασίας της αποστολής, κανένα αεροπλάνο δεν είχε απογειωθεί μέχρι τα μεσάνυχτα, οπότε με νέα διαταγή ακυρώνεται η επιχείρηση. Όμως ο ηρωισμός και η επιμονή των πιλότων της Πολεμικής Αεροπορίας ανέτρεψε κανονισμούς και διαταγές. Μόνο που από τα 20 αεροσκάφη «σηκώθηκαν» τα 15 «Νοράτλας». Ο ένας πιλότος που αρνήθηκε να απογειώσει το αεροπλάνο του και να ακολουθήσει τους συναδέλφους του, τηρώντας πιστά την διαταγή ακυρώσεως, ήταν ο επισμηναγός Αθανάσιος Τζογάνης. Αν αναφέρεται το όνομα του είναι επειδή στην πορεία της στρατιωτικής του καριέρας έφτασε στον ανώτατο βαθμό του Πτεράρχου και έγινε Αρχηγός Αεροπορίας και Αρχηγός ΓΕΕΘΑ. Σε αντίθεση με τους συναδέλφους του, που τόλμησαν να πετάξουν στην Κύπρο εκείνες τις τραγικές ώρες, οι οποίοι αποστρατεύτηκαν χωρίς ποτέ να φτάσουν σε ανώτατο βαθμό στο Σώμα τους.
Καταυλισμός προσφύγων
Το πρώτο «Νοράτλας» απογειώθηκε στις 02.00 / 22 Ιουλίου. Ανά πεντάλεπτο ακολουθούσαν τα επόμενα. Από τα 15 «Νοράτλας» που απογειώθηκαν τα δύο προσγειώθηκαν στη Ρόδο καθώς όπως ισχυρίστηκαν οι πιλότοι τους έχασαν τον προσανατολισμό τους. Στην Κύπρο έφτασαν τα 13. Αλλά πως έφτασαν; Κατ’ αρχάς να σημειωθεί ότι επρόκειτο περί ενός άκρως επικίνδυνου εγχειρήματος. Χαρακτηρίστηκε από τους ειδικούς ως αποστολή αυτοκτονίας, που μόνο πατριώτες Έλληνες μπορούσαν να πραγματοποιήσουν. Όπως προαναφέρθηκε η επιχείρηση ήταν μυστική και σχεδιασμένη να πραγματοποιηθεί στο σκοτάδι εντός ολίγων ωρών. Στο πλαίσιο αυτό τα αεροπλάνα πέταξαν με σβηστά τα φώτα, σε πολύ χαμηλό ύψος με όποιους κινδύνους αυτό εγκυμονούσε (ελάχιστα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας), σε σιγή ασυρμάτου, χωρίς οπτική επαφή το ένα με το άλλο και χωρίς συνοδεία μαχητικών αεροσκαφών.
Ενώ τα «Νοράτλας» προσέγγιζαν το αεροδρόμιο της Λευκωσίας δέχτηκαν αντιαεροπορικά πυρά από την αεράμυνα των Κυπρίων, οι οποίοι τα εξέλαβαν ως τουρκικά. Από τα φίλια πυρά ένα «Νοράτλας» καταρρίφθηκε και άλλα τρία σχεδόν καταστράφηκαν. Ο τραγικός απολογισμός, 33 αεροπόροι και καταδρομείς νεκροί.
Καταυλισμός Κυπρίων προσφύγων
στην Λευκωσία
Τι είχε συμβεί; Σύμφωνα με τον Φάκελο της Κύπρου το σήμα από το Ελληνικό Αρχηγείο Αεροπορίας απεστάλη κωδικοποιημένο προς Κύπρο, «έρχονται δεκαπέντε ‘‘πορτοκάλια’’», στις 01.30 της 22ας Ιουλίου. Δηλαδή μόλις μισή ώρα πριν από την απογείωση των «Νοράτλας». Το τι έγινε κανείς δεν έμαθε. Εάν δηλαδή έφτασε το σήμα, εάν πρόλαβαν να το διαβάσουν στην Κύπρο ή εάν εσκεμμένως απεστάλη καθυστερημένα. Αλήθεια, γιατί το σήμα δεν απεστάλη από νωρίς της 21ης Ιουλίου όπου είχε αποφασιστεί η επιχείρηση «Νίκη»;
Το πρωί της 22ας Ιουλίου το αεροδρόμιο της Λευκωσίας δέχθηκε επίθεση από την τουρκική αεροπορία. Οι Έλληνες καταδρομείς, παρά την ταλαιπωρία της νύχτας και με την οδυνηρή απώλεια των συναδέλφων τους, έδωσαν ηρωική μάχη και απέτρεψαν την κατάληψη του αεροδρομίου, με ότι αυτό θα συνεπάγονταν για την τύχη ολόκληρης της Κύπρου.
Τα υποβρύχια και τα Φάντομ F – 4Ε
Το μεσημέρι της 20ης Ιουλίου κι ενώ από το πρωί βρισκόταν σε εξέλιξη η απόβαση των Τούρκων δόθηκε εντολή στα υποβρύχια «Γλαύκος» και «Νηρεύς» να πλεύσουν από Ρόδο προς Κύπρο για προσβολή των τουρκικών δυνάμεων. Το μεσημέρι της επομένης κι ενώ τα ελληνικά υποβρύχια βρίσκονταν σε κατάσταση επιχειρησιακής δράσεως, διαβιβάστηκε εντολή από το Αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων προς διακοπή κάθε περαιτέρω ενέργειας. Αιτιολογία, απειλή επιθέσεως από βορρά.
Να επισημανθεί ότι τα υποβρύχια μόλις είχαν αποκτηθεί και με τις τεχνικές εφαρμογές τις οποίες έφεραν τα καθιστούσαν ως αποφασιστικό παράγοντα για την έκβαση της αποβατικής εχθρικής ενέργειας.
Αιχμάλωτοι Κύπριοι
Είναι χαρακτηριστικό το τι αναφέρει στην αναφορά – ημερολόγιό του ο πλωτάρχης τού «Γλαύκος» Βασίλειος Γαβριήλ: «Κατά την μετακίνησιν του Υ/Β προς Κύπρον ήμουν πεπεισμένος ότι εφ’ όσον δεν διακόπτετο ο πλους και ανελάμβανα δράσιν, ομού μετά του Υ/Β ΝΗΡΕΥΣ αι απώλειαι τα οποίας θα επιφέραμεν εις τον εχθρόν θα ήσαν τόσαι ώστε να ηνεγκάζετο να ματαιώση την αποβίβασιν».
Οι ίδιες περίεργες αναιρέσεις διαταγών σημειώθηκαν και στην Πολεμική Αεροπορία. Από της 18ης Ιουλίου, δηλαδή δύο ημέρες πριν την απόβαση της Τουρκίας στην Κύπρο, στο αεροδρόμιο στο Καστέλι της Κρήτης τέθηκαν σε ετοιμότητα 20 Φάντομ F – 4Ε. Ανήκαν στην 338 Μοίρα Διώξεως / Βομβαρδιστικού της 117 Πτέρυγας Μάχης και είχαν έρθει από την αεροπορική βάση της Ανδραβίδας. Την ημέρα της αποβάσεως των Τούρκων τα μαχητικά αεροσκάφη τέθηκαν σε διάταξη μάχης και οι Έλληνες πιλότοι ανέμεναν το σήμα προς απογείωση και προσβολής του εχθρού. Όλοι τους έκαναν τον σταυρό τους για την ευλογημένη στιγμή που ήρθε -όπως έλεγαν, για να πετάξουν τον Τούρκο στη θάλασσα. Το σήμα καθ’ όλη την διάρκεια της 20ης Ιουλίου δεν ήρθε ποτέ. Ήρθε όμως το μεθεπόμενο πρωί, στις 11.07 της 22ας Ιουλίου. Ο Τουρκικός στρατός στην εισβολή του αντιμετώπιζε ακόμη δυσκολίες. Δεν είχε διευρύνει τα προγεφυρώματα και αντιμετώπιζε προβλήματα στην αποβίβαση των αρμάτων μάχης, ενώ ακόμη δεν είχε αρχίσει η προέλασή του. Επιπλέον, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δεν επιδείκνυαν και κάποιο ιδιαίτερο αξιόμαχο επίπεδο εάν εκτιμήσει κανείς το γεγονός, ότι 3 τουρκικά αντιτορπιλικά προσβλήθηκαν από την τουρκική αεροπορία, και το τουρκικό ναυτικό είχε καταρρίψει 5 τουρκικά αεροσκάφη. Υπήρχε, επομένως, επιπλέον χρόνος ώστε να προσβληθούν οι τουρκικές δυνάμεις από την Ελληνική Αεροπορία και να υποχρεωθούν σε υποχώρηση με βαρύτατες απώλειες. Όμως, στις 11.09, δύο λεπτά από την αποστολή του σήματος από το Αρχηγείο της Αεροπορίας, κι ενώ οι πιλότοι «ζέσταιναν» τις μηχανές των Φάντομ προς απογείωση και προσβολή του εχθρού, κατέφθασε δεύτερο σήμα που ακύρωνε την απογείωση. Το δεύτερο σήμα εστάλη από το Αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων του στρατηγού Μπονάνου. Ωστόσο, τις επόμενες ώρες της ίδιας ημέρας ήρθε από το Αρχηγείο της Αεροπορίας και νέο (δεύτερο) σήμα προς απογείωση των αεροσκαφών. Κι αυτό είχε την τύχη του προηγούμενου. Ανεκλήθη στο δίλεπτο με διαταγή πάλι του ΑΕΔ. Και στις δύο περιπτώσεις αναστολής της επιθέσεως της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, η δικαιολογία που δόθηκε ήταν ο από βορρά κίνδυνος εναντίον της Ελλάδος…
Να σημειωθεί ότι τα συγκεκριμένα μαχητικά αεροσκάφη F – 4E ήταν το πιο σύγχρονο απόκτημα της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, με την Τουρκία να μην διαθέτει ανάλογα αεροπλάνα. Λίγο καιρό μετά την Μεταπολίτευση, σε έκθεση του προς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο αρχηγός της Πολεμικής Αεροπορίας Αλέξανδρος Παπανικολάου θα αναφέρει: «Ο υποφαινόμενος έδωσεν δις την διαταγήν απογειώσεως των αεροσκαφών, δις ηκύρωσεν ταύτην, κατόπιν εντολής του Προέδρου της Δημοκρατίας ( σ. σ. του Φαίδωνος Γκιζίκη) όστις ενημερούμενος εις εκάστην περίπτωσιν υπό του στρατηγού Μπονάνου, δεν ενέκρινε την εκτέλεσίν της, εκτιμών ενδεχομένως την κατάστασιν βάσει πλειόνων στοιχείων»…
Κύπριοι πολίτες οδηγούνται στην αχμαλωσία
Την ίδια στιγμή εκτυλίσσονταν άλλη μία πράξη της προδοσίας, αυτή την φορά με την μεταφορά των χερσαίων δυνάμεων. Τα μεσάνυχτα της 22ας Ιουλίου προσέγγιζε την Κύπρο το οχηματαγωγό «Ρέθυμνον» μεταφέροντας το 573 Τάγμα Πεζικού και 550 Κύπριους εθελοντές, κυρίως φοιτητές της Αθήνας. Είχε αποπλεύσει το βράδυ της 21ης/7 από τον Πειραιά. Όμως στο …παρά ένα ελήφθη σήμα «σπεύσατε και αποβιβάσατε τα τμήματα εις Ρόδο, απειλουμένην υπό Τούρκων». Και αυτό το σήμα εστάλη από το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων.
«Αττίλας – 2»
Ο επίλογος της τραγωδίας του κυπριακού Ελληνισμού γράφτηκε στο διήμερο 14 – 16 Αυγούστου, όπου ο τουρκικός στρατός κατέλαβε κυπριακό έδαφος κατά πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι τις πρώτες ημέρες της εισβολής. Η κυβέρνηση των Αθηνών (είχε πλέον αποκατασταθεί η δημοκρατία) από τα τέλη Ιουλίου είχε σαφείς ενδείξεις ότι η Τουρκία θα επιχειρήσει και β΄ γύρο πολεμικών επιχειρήσεων. Η εκεχειρία που είχε επιτευχθεί από τις 23/7 παραβιαζόταν συστηματικά από την πλευρά της Τουρκίας. Ο Καραμανλής, απ’ ότι αναφέρει ο Φάκελος της Κύπρου, βλέποντας πως εξελίσσεται η κατάσταση στην Κύπρο είχε δώσει εντολή να συγκροτηθεί τάχιστα μια Μεραρχία και να αποσταλεί στην Κύπρο. Την εντολή την είχε δώσει στις 3 Αυγούστου. Η Μεραρχία δεν συγκροτήθηκε ποτέ. Και ο τουρκικός στρατός ανενόχλητος –και αυτή την φορά- προχώρησε στον β΄ γύρο των πολεμικών επιχειρήσεων του («Αττίλας – 2») καταλαμβάνοντας μεγάλο μέρος του εδάφους της Κύπρου. Στην επιχείρηση «Αττίλας – 1» ο τουρκικός στρατός είχε καταλάβει το 7% του εδάφους, ενώ με τον «Αττίλα – 2» το επεξέτεινε στο 38%.
Ρίψεις Τούρκων αλεξιπτωτιστών
Ο Φάκελος της Κύπρου δεν απαντά με σαφήνεια γιατί δεν συγκροτήθηκε η Μεραρχία. Εάν η εντολή Καραμανλή ανακλήθηκε από τον ίδιο τον Καραμανλή, ή εάν η εντολή του σαμποταρίστηκε. Ωστόσο, εμμέσως αναφέρει ότι Καραμανλής μεταπείστηκε από την στρατιωτική ηγεσία της χώρας, που απ’ ότι φάνηκε φοβήθηκε διεύρυνση πολέμου μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, η οποία ηγεσία –να σημειωθεί- ήταν ίδια με αυτή του πραξικοπήματος στην Κύπρο της 15ης Ιουλίου. Επίσης ο Φάκελος της Κύπρου αναφέρει ότι ο Καραμανλής μεταπείστηκε και από τον τότε υπουργό Εθνικής Αμύνης Ευάγγελο Αβέρωφ.
24 Ιουλίου 1974. Χειραψία Κωνσταντίνου
Καραμανλή με τον διορισμένο «Πρόεδρο της
Δημοκρατίας», Στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη.
Ο Γκιζίκης παρέμεινε στο ανώτατο πολιτειακό
αξίωμα της χώρας μέχρι τον Δεκέμβριο
του 1974/ Φωτό: Αριστοτέλης Σαρρηκώστας
Είναι γεγονός ότι, όταν στις 6 το πρωί της 14ης Αυγούστου που συνήλθε το πολεμικό συμβούλιο στο Πεντάγωνο, ενώ είχε αρχίσει η επιχείρηση «Αττίλας – 2», ο Καραμανλής δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να εμπλέξει την Ελλάδα στην Μεγαλόνησο. Ήταν βέβαιος εκατό τοις εκατό –προφανώς από εισηγήσεις που του είχαν γίνει- ότι αυτό θα προκαλούσε γενικευμένο πόλεμο Ελλάδος – Τουρκίας. Εξ ου και η δήλωση του στο πολεμικό συμβούλιο ότι η Ελλάδα αδυνατεί να συνδράμει την Κυπριακή Δημοκρατία. Την επόμενη δε μέρα (15/8) σε διάγγελμα του προς τον ελληνικό λαό θα πει για την αποστολή δυνάμεων στη Κύπρο πως «καθίστατο αδύνατος και λόγω αποστάσεως και λόγω των τετελεσμένων γεγονότων. Και δεν ήτο να επιχειρηθεί χωρίς τον κίνδυνον εξασθενήσεως της αμύνης αυτής ταύτης της Ελλάδος». Οι δήλωση του αυτή έμεινε γνωστή με τη φράση «Η Κύπρος κείται μακράν». Επισημαίνεται, ότι στρατιωτικοί κύκλοι εκείνης της εποχής, σε Ελλάδα και Κύπρο, χαρακτήρισαν το συγκεκριμένο διάγγελμα τελείως ατυχές καθότι φανέρωνε τις προθέσεις της Ελλάδος στην Τουρκία, σε μια στιγμή που επιχείρηση «Αττίλας – 2» βρισκόταν εν εξελίξει.
Πριν ο Καραμανλής μεταπειστεί, στις προθέσεις του πραγματικά πρέπει να ήταν η αποστολή μεραρχίας στην Κύπρο. Μάλιστα σκεπτόταν επικεφαλής της νηοπομπής να τεθεί ο ίδιος προσωπικά μαζί με τον υπουργό Εθνικής Αμύνης. Επιχείρησε κιόλας, σύμφωνα με σοβαρές πληροφορίες, να εξασφαλίσει αεροπορική κάλυψη τόσο από ΗΠΑ όσο και από Αγγλία –που ήταν και εγγυήτρια χώρα. Την διαβούλευση με τον Αμερικανικό και Αγγλικό «παράγοντα» ανέλαβε ο Αβέρωφ, ο οποίος αφού διαβουλεύθηκε ανέφερε στον Καραμανλή πως συνάντησε απροθυμία. Αυτός ενδεχομένως να ήταν και ο λόγος που ο τελευταίος στις 15 Αυγούστου ανακοίνωσε την έξοδο της Ελλάδος από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Συγγενείς αγνοουμένων
Ο επίλογος
Για όλα όσα υπογείως συνέβησαν και χάθηκε η Κύπρος, αν και η «εικόνα» είναι πλέον αποκρυσταλλωμένη, μόνο εικασίες μπορεί να γίνουν. Οι πρωταγωνιστές δεν υποβλήθηκαν σε κάποια δικαστική βάσανο ώστε να υποχρεωθούν σε αποκαλύψεις. Άλλοι, είτε πέθαναν και πήραν μαζί τους τα μυστικά και τις ενοχές τους και όσοι ελάχιστοι μίλησαν, είπαν μόνο μισές αλήθειες για να σκεπάσουν μια για πάντα εγκληματικές ευθύνες και τραγικές παραλείψεις. Ωστόσο, σύμφωνα με μία εξ αυτών των εικασιών, τόσο στον «Αττίλα – 1» όσο και στον «Αττίλα – 2», στην ανώτατη ηγεσία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων πρέπει να υπήρχε ένας «πυρήνας» ο οποίος έδρασε υποχθονίως, καθοδηγούμενος αποκλειστικά υπό «συμμαχικούς» εντολείς. Με τους τελευταίους να ενδιαφέρονται για τα συμφέροντα τους στην Ανατολική Μεσόγειο και ουδόλως για τα συμφέροντα και τα δίκαια της Ελλάδος.
Τουρκικά άρματα μάχης
Δεν εξηγείται διαφορετικά ότι οι εντολές για αποστολή υποβρυχίων, αεροσκαφών και χερσαίων δυνάμεων ανακαλούνταν μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Να σημειωθεί δε, ότι για κάθε μετακίνηση ελληνικών ένοπλων δυνάμεων εκείνη την θερμή περίοδο ενημερωνόταν αμέσως το ΝΑΤΟ. Και εξυπακούεται, λόγω συμμετοχής της στην Συμμαχία, ενημερωνόταν αμέσως και η Τουρκία. Το φως της δημοσιότητος έχει δει σε κυπριακά μέσα ενημερώσεως έγγραφο – Ναυτική Αγγελία Κινήσεως Υποβρυχίων (Sub note) της 19ης Ιουλίου 1974, με την οποία γνωστοποιείται στο ΝΑΤΟ ο απόπλους από τον Ναύσταθμο των υποβρυχίων «Γλαύκος», «Νηρεύς», «Τρίτων», «Πρωτεύς» και «Κατσώνης». Και είναι απορίας άξιο για το ποιος ήταν ο λόγος που ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, ο διορισμένος «Πρόεδρος Δημοκρατίας», παρέμεινε κατά την Μεταπολίτευση στη θέση του, στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα της χώρας (στον οποίο ορκίστηκε η κυβέρνηση Καραμανλή), και μάλιστα μέχρι τον Δεκέμβριο του 1974. Το ίδιο και η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία. Μια ηγεσία που ήταν η ίδια στο πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, η ίδια στον «Αττίλα – 1» και η ίδια στον «Αττίλα -2»…
ΟΗΕ 1956.Ο πρέσβης Γιώργος Σεφέρης με τον πρωθυπουργό της Ελλάδος Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον υπουργό
Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ. Τρία χρόνια αργότερα ο Σεφέρης θα διαφωνήσει με την Συμφωνία Ζυρίχης – Λονδίνου
Εν κατακλείδι. Η Ελλάδα άφησε τον κυπριακό ελληνισμό να χαθεί. Άφησε τον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό να πανηγυρίζει την κατάκτηση της Κύπρου, με 3.000 Ελληνοκύπριους νεκρούς, με 150.000 πρόσφυγες μέσα στην πατρίδα τους και με εκατοντάδες βιασθείσες γυναίκες. Και εάν σ’ έναν βαθμό μπορεί να θεωρηθεί σωστή και δικαιολογημένη η απόφαση του Καραμανλή να μην εμπλέξει την Ελλάδα στα γεγονότα του Αυγούστου –έτσι όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα με την Τουρκία να έχει πλέον απλώσει τον στρατό και την κυριαρχία της στην Κύπρο, ήταν αδικαιολόγητη η στάση της Ελλάδος την ώρα που ο τουρκικός στρατός επιχειρούσε την εισβολή («Αττίλας - 1»). Η ασύγκριτη υπεροπλία και μόνο των ελληνικών αεροπλάνων και των υποβρυχίων αρκούσε για να βουλιάξει τους εισβολείς. Από κει και ύστερα το «παιγνίδι» ίσως και να είχε κριθεί και να ήταν καταδικασμένη οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Οι ιστορικές ευκαιρίες μία φορά παρουσιάζονται. Σε κάθε περίπτωση, είτε στον «Αττίλα – 1» είτε στον «Αττίλα – 2» η Ελλάδα δεν ανταποκρίθηκε στο ρόλο της, ο οποίος απέρρεε από την Συμφωνία Ζυρίχης – Λονδίνου που η ίδια είχε υπογράψει. Δεν έδρασε ως εγγυήτρια χώρα. Η Κύπρος αφέθηκε ολομόναχη και ο ρόλος του εγγυητή παραδόθηκε αποκλειστικά στην Τουρκία
.
.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου