Η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο με την κωδική ονομασία «Αττίλας» ξεκίνησε την αυγή της 20ης Ιουλίου 1974, με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις.
Συμμετείχαν συνολικά γύρω στους 40.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του αντιστρατήγου Νουρετίν Ερσίν. Η ελληνική πλευρά πιάστηκε στον ύπνο και η αντίδρασή της εκδηλώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση. Η Τουρκία υποστήριξε ότι δεν επρόκειτο για εισβολή, αλλά για «ειρηνική επέμβαση», με σκοπό την επαναφορά της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο, που είχε καταλυθεί από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου (15 Ιουλίου 1974).
Τα τουρκικά αποβατικά σκάφη άρχισαν να αποβιβάζουν δυνάμεις ανενόχλητα στην περιοχή Πέντε Μίλι, οκτώ χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας, λίγο μετά τις 5 το πρωί της 20ης Ιουλίου. Σχεδόν ταυτόχρονα, σμήνη τουρκικών αεροπλάνων άρχισαν τις επιθέσεις, συνεχώς και κατά κύματα κατά της ευρύτερης περιοχής της Κερύνειας και της Λευκωσίας, ενώ άλλα αεροσκάφη και ελικόπτερα επιχειρούσαν ρίψεις αλεξιπτωτιστών σε επίκαιρα σημεία. Οι κάτοικοι βρέθηκαν στο έλεος των εισβολέων. Άοπλοι πολίτες δολοφονήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν και αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελέστηκαν.
Η αντίδραση της ελληνικής πλευράς ήταν ανεξήγητα αργοπορημένη. Παρ’ ότι το ελληνικό Πεντάγωνο γνώριζε τις κινήσεις των Τούρκων, θεωρούσε ότι μπλοφάρουν. Μόλις στις 8:40 το πρωί δόθηκε επισήμως από την Αθήνα η εντολή εφαρμογής των πολεμικών σχεδίων, ενώ το ελληνικό ραδιόφωνο (το ΕΙΡΤ εν προκειμένω), μετέδωσε την είδηση γύρω στις 11 το πρωί. Η καθυστερημένη κινητοποίηση έδωσε τη δυνατότητα στους Τούρκους εισβολείς να παγιώσουν τις θέσεις τους και να δημιουργήσουν προγεφύρωμα από το Πέντε Μίλι της Κερύνειας προς τον Άγιο Ιλαρίωνα, έχοντας ως αντικειμενικό στόχο τη σύνδεσή του με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.
Οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ, όταν κινητοποιήθηκαν άρχισαν να πολεμούν με ηρωική αυτοθυσία, χωρίς μάλιστα να διαθέτουν αεροπορική κάλυψη και σύγχρονο οπλισμό. Αριθμούσαν γύρω στους 12.000 άνδρες (ελληνοκύπριους και ελλαδίτες), υπό τη διοίκηση του ταξιάρχου Μιχαήλ Γεωργίτση, που είχε το γενικό πρόσταγμα στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Στο μεταξύ, άρχισε να κινητοποιείται και ο ελληνοκυπριακός ανδρικός πληθυσμός και να μετέχει στον άνισο αγώνα με ό,τι διέθετε ο καθένας, πυροβολώντας από τις στέγες των σπιτιών του κατά των εισβολέων αλεξιπτωτιστών.
Στην Αθήνα, η κυβέρνηση αιφνιδιασμένη από την εξέλιξη των γεγονότων αρχίζει να παρουσιάζει εικόνα διάλυσης. Κηρύσσει γενική επιστράτευση, η οποία εξελίσσεται σε φιάσκο, δείχνοντας την τραγική κατάσταση που βρισκόταν ο Ελληνικός Στρατός. Και να σκεφθεί κανείς ότι την Ελλάδα κυβερνούσαν οι στρατιωτικοί και ο Στρατός αν μη τι άλλο θα έπρεπε να βρισκόταν σε υψηλό επιχειρησιακό επίπεδο.
Ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο, που βρίσκεται και πάλι στην Αθήνα ως εντολοδόχος του Κίσινγκερ, συναντάται στο Πεντάγωνο με το αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Μπονάνο. Ο παριστάμενος Δημήτριος Ιωαννίδης σε οργίλο ύφος απευθύνεται προς τον Σίσκο «Μας εξαπατήσατε… Ημείς θα κηρύξωμεν πόλεμον!» και αποχωρεί από τη σύσκεψη. Έκτοτε, τα ίχνη του αόρατου δικτάτορα χάνονται. Ο Σίσκο στη διάρκεια της ημέρας μάταια αναζητεί αρμόδιο για συνομιλίες.
Αργά το βράδυ, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εκδίδει το υπ’ αριθμόν 353 ψήφισμα, με το οποίο καλεί σε κατάπαυση του πυρός και σε αποχώρηση από την Κύπρο του «ξένου στρατιωτικού δυναμικού». Παρά την ομόφωνη έγκρισή του, αγνοείται από την Τουρκία, η οποία έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων επείγεται να εφαρμόσει πλήρως τα σχέδια της. Γενικά, η διεθνής αντίδραση κατά του «Αττίλα» είναι χλιαρή.
Την επομένη, 21 Ιουλίου, οι μάχες στην Κύπρο συνεχίζονται με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Στόχος των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο είναι να αποκόψουν τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας από το προγεφύρωμα της Κερύνειας. Οι Έλληνες στρατηγοί απορρίπτουν εισήγηση για επέμβαση στην Κύπρο, προβλέποντας αποτυχία του σχετικού εγχειρήματος. Δύο ελληνικά υποβρύχια που πλέουν προς την Κερύνεια διατάσσονται να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Οι Τούρκοι εισβολείς, παρά την αριθμητική τους υπεροχή και την ποιοτική υπεροχή του οπλισμούς τους, αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα. Μάλιστα, από ασυνεννοησία η τουρκική αεροπορία βυθίζει το αντιτορπιλικό Κοτσατεπέ (D-354), το οποίο εξέλαβε για ελληνικό πλοίο και προκαλεί ζημιές σε άλλα δύο τουρκικά αντιτορπιλικά.
Την ίδια μέρα, σημειώνεται δραστηριοποίηση του αμερικανικού παράγοντα για την επίτευξη ανακωχής. Ο Σίσκο, που πηγαινοέρχεται μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας, δεν βρίσκει κάποιον αρμόδιο στην Αθήνα να διαπραγματευτεί, καθώς όλοι οι αρμόδιοι έχουν εξαφανιστεί. Την ευθύνη αναλαμβάνει τελικά ο αρχηγός του Ναυτικού, ναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, ο οποίος σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Κίσινγκερ συμφωνεί η ανακωχή να ισχύσει από τις 4 το απόγευμα της 22ης Ιουλίου.
Στις 2 το πρωί της 22ας Ιουλίου, 12 ελληνικά μεταγωγικά τύπου Νοράτλας, που μετέφεραν καταδρομείς στο νησί, βάλλονται, κατά λάθος, από φίλια πυρά πλησίον του αεροδρομίου της Λευκωσίας, με αποτέλεσμα το ένα από αυτά να καταρριφθεί (4 μέλη του πληρώματος και 27 καταδρομείς έχασαν τη ζωή τους), ενώ άλλα δύο να πάθουν σοβαρές ζημιές. Την ίδια ημέρα, οι Τούρκοι εισβολείς εντείνουν τις επιχειρήσεις τους. Αποβιβάζουν άρματα μάχης και το μεσημέρι καταλαμβάνουν την πόλη της Κερύνειας.
Στις 4 το απόγευμα αρχίζει να τηρείται η ανακωχή κατά τα συμφωνηθέντα, η οποία όμως θα παραβιασθεί αρκετές φορές από τους εισβολείς. Σ’ αυτό το χρονικό σημείο, οι Τούρκοι ελέγχουν το 3% του Κυπριακού εδάφους, έχοντας δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα, που συνδέει την Κερύνεια με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.
Ο Ρόλος Κίσινγκερ
Δημοσιεύουμε σήμερα ένα κεφάλαιο από το βιβλίο «Τα Μυστικά Αρχεία του Κίσιντζερ: Η Απόφαση για τη Διχοτόμηση» των δημοσιογράφων Μιχάλη Ιγνατίου και Κώστα Βενιζέλου (Εκδόσεις Λιβάνης).
Το βιβλίο έχει βασιστεί σε απόρρητα έγγραφα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Λευκού Οίκου, τα οποία μέχρι σήμερα και 16 χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου, δεν έχουν διαψευστεί ποτέ.
Ακολουθεί το τρίτο κεφάλαιο του πολύκροτου βιβλίου:
Λίγο πριν το ξημέρωμα της 18ης Ιουλίου 1974, ο συνηθως χαμογελαστός Τζόζεφ Σισκο, συνοδευόμενος από έντεκα συνεργάτες του, ανεβαινε με βηματα βαρια την σκαλα του αεροπλανου που του παραχώρησε ο Xενρι Kισιγκερ.
Στις 02.53 GMT το αεροπλάνο (που εκτελούσε τη πτήση SAM 4127, με πιλότο τον Robert D. Peterson), τροχιοδρομούσε στο αεροδρόμιο «Αντριους» της Ουάσιγκτον. Πρώτος σταθμός των μελών της αμερικανικής αποστολής ήταν το Λονδίνο, οπου οσο κι αν φαινεται απιστευτο ο Σίσκο ειχε εντολες «να ακουει και να μιλα λιγο». Tα χερια του στην ουσια ησαν δεμενα αφου πηγαινε για να εκφρασει την γνωστη επισημη αμερικανικη θεση για «μη επεμβαση» στα εσωτερικα της Kυπρου… Λίγα λεπτά πριν την απογείωση, ο Αμερικανός υφυπουργός είχε μιά τελευταία τηλεφωνική συνομιλία με τον προϊστάμενό του, που βρισκόταν στο Σαν Κλαμέντε. Ο Κίσιγκερ ήταν σαφής: Αυτό που τον ενδιέφερε πάνω απ’ όλα ήταν να αποτραπεί ο ελληνοτουρκικός πόλεμος.
Τον Σίσκο συνόδευαν στην αποστολή του οι εξής: Ρόμπερ Ελσγορθ, βοηθός υπουργός Αμυνας (αριθμός διαβατηρίου Υ1221882), Ρόμπερτ Ντίλλον διευθυντής του Γραφείου Νότιας Ευρώπης (αρ. δ. Χ047637), Τόμας Μπόγιατ, διευθυντής του Γραφείου Κύπρου (αρ. δια. Χ040267), Ρόμπερτ Οκλεϊ μέλος της Ομάδας Σχεδιασμού Πολιτικής (αρ. δια. Χ027710), Αρνολντ Ραφέλ, ειδικός σύμβουλος του Σίσκο (αρ. δια. Χ027948), Τερέζα Μπίτς (προσωπική γραμματέας του Σίσκο (αρ. δια. Χ073248), Ρόνα Ρίτσαρντσον γραμματέας του Σίσκο (αρ. δια. Υ890296), Λάϊονελ, Ρόζενμπλατ (αρ. δια. Χ078296) και Κέϊ Ντέϊλι (αρ. διαβ. Υ077898). Την ασφάλεια του κ. Σίσκο, ανέλαβαν οι Γουίλιαμ Τούρσο (αρ. δια Χ077898) και Στάνλεϊ Μπιελίνσκι (αρ. δια. Χ079701), οι οποίοι είχαν στην κατοχή τους περίστροφα μάρκας Smith-Wesson. (Department of State – Limited Official Use – 18 July 1974).
Στο αεροπλανο ο ανώτερος αυτος αξιωματουχος, που εμελλε να συνδεσει τ’ ονομα του με την τραγωδια του λαού της Κύπρου, ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Σκεφτοταν μια παρομοια αποστολη του, το 1964, οταν συνοδευσε τον Tζορτζ Mπολ στη Λευκωσια. O τοτε πρωθυπουργος της Tουρκιας ετοιμαζοταν να στειλει τα στρατευματα του στην Kερυνεια. H οργισμενη επιστολη του Λίντον Τζόνσον, έσωσε κυριολεκτικά την Kυπρο. Δεκα χρονια μετα, ο Σισκο αναλάμβανε μια παρόμοια αποστολή, χωρις να εχει τιποτα στο χαρτοφυλακα του. Oυτε καν οδηγιες απο τον προισταμενο του…
Στη τελευταία σύσκεψη πριν αναλάβει την αποστολή του, τα είπε από τηλεφώνου, γιά αρκετή ώρα με τον Κίσιγκερ: «Aφου συζητησαμε το θεμα ξανά, εξεταζοντας ακομα μια φορα την κατασταση οπως ειχε εκεινη την στιγμη, αποφασισαμε τελικα οτι επρεπε να επεμβουμε για να αποτρεψουμε οποιαδηποτε (αλλη) στρατιωτικη επεμβαση, απο την πλευρα της Tουρκιας αυτη τη φορα», θυμαται ο Σισκο. «Aισθανομουν οτι αν επρεπε να γινει οποιαδηποτε αποκατασταση (του Mακαριου), επρεπε να γινει μεσω ειρηνικης διευθετησης. Kαι το τελευταιο πραγμα που θελαμε τοτε ηταν μια συγκρουση μεταξυ δυο φιλων και συμμαχων του NATO». (Συνέντευξη του Τζόζεφ Σίσκο με τους συγγραφείς)
Είχε προαποφασίσει ότι η αποστολή του δεν θα ήταν αποτελεσματική, αλλά πίστευε ότι αν «εκβίαζε» τα πράγματα στην Αθήνα και την Αγκυρα, ο Κίσιγκερ και οι Βρετανοί, θα αναγκάζονταν να είναι περισσότερο υποβοηθητικοί. Ο κίνδυνος προερχόταν από την Τουρκία, άρα προς τα εκεί έπρεπε να στραφούν οι πιέσεις, και σ’ όλες τις συσκέψεις που προηγήθηκαν της αποστολής, το συμπέρασμα ήταν εύκολο και απλό: «Δυστυχώς», είχε πει ο Σίσκο στον Κίσιγκερ, «νομικά είναι καλυμμένη οποιαδήποτε ενέργεια της Τουρκίας εναντίον της Κύπρου». (Συνέντευξη του Τζόζεφ Σίσκο με τους συγγραφείς). Στην ίδια σύσκεψη, ο υφυπουργός Εξωτερικών ένοιωσε την ανάγκη να εξηγήσει –αφού ήταν ο μοναδικός που τα γνώριζε- τα πεπραγμένα των δύο προηγούμενων αποστολών, του 1964 και του 1967. Υπογράμμισε με έμφαση το στοιχείο της υποστήριξης αυτών των δύο αποστολών από τον ίδιο τον πρόεδρο. Αμερικανός διπλωμάτης θυμάται ότι ο Κίσιγκερ, ενώ ήταν λαλίστατος σε άλλες συσκέψεις, στη συγκεκριμένη δεν μίλησε πολύ και απέφυγε να δεσμευτεί.
– Το 1964 ήταν ξεκάθαρα τα πράγματα όταν ο Ντιν Ρασκ έγραψε την επιστολή που απέστειλε ο πρόεδρος Τζόνσον στον πρωθυπουργό της Τουρκίας, είπε ο Σίσκο.
– Και τώρα είναι ξεκάθαρα τα πράγματα, απάντησε ο Κίσιγκερ
– Χένρι, με στέλλεις σε μια αποστολή που είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, ανταπάντησε ο Σίσκο.
– Γνωρίζεις ότι θα σε υποστηρίξω, είπε ο Κίσιγκερ. (Σύσκεψη στο Στέϊτ Ντιπάρτμεντ – Μαρτυρία Αμερικανού διπλωμάτη – Συνέντευξη Τζόζεφ Σίσκο με τους συγγραφείς).
Former US Secretary of State Henry Kissinger.
Ο Σίσκο ρώτησε ξανά για τη τύχη του Μακάριου, επειδή οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι τον ενοχλούσαν, υποστηρίζοντας στα άρθρα τους, ότι ο Κίσιγκερ είχε γνώση του σχεδίου ανατροπής του Αρχιεπίσκοπου. «Ο Μακάριος είναι ο χαμένος» (του παιγνιδιού), είπε ο υπουργός στον Σίσκο. «Είναι ουσιαστικά αδύνατο να τον επαναφέρουμε στην εξουσία και δεν έχει πιά και σημασία». Ο Σίσκο δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Ο Κίσιγκερ συνέχισε: «Δεν είναι θέμα αν μου αρέσει ή όχι ο Μακάριος, ή αν θέλω ή όχι τον Σαμψών. Δεν ενδιαφέρει αυτό. Αυτό που ενδιαφέρει είναι να μην έχουμε πόλεμο μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας».
Και τον ίδιο τον Σίσκο, και τους διπλωμάτες που τον συνόδευαν, τους απασχολούσε πολύ ένα γεγονός, που δεν χαρακτήριζε τον Κίσιγκερ. Σε όλα τα άλλα διεθνή θέματα, αναλάμβανε την πρωτοβουλία, έδινε εντολές, συμμετείχε ο ίδιος, σε ποσοστό 99%, στις αποστολές. Στην περίπτωση της κυπριακής τραγωδίας, έδειξε μία αδικαιολόγητη αυτοσυγκράτηση, δεν έλαβε μέρος σε καμία αποστολή, αντίθετα φρόντισε να παραμείνει μακρυά.
Ο Μπόγιατ, που συνόδευε τον Σίσκο, όπως και ο ίδιος ο υφυπουργός Εξωτερικών, ένοιωσαν μόνοι και αβοήθητοι. Και στο πίσω μέρος του μυαλού τους, «κόλλησε» η ιδέα, πριν ακόμα μπουν στο αεροπλάνο, ότι ήταν χαμένη η υπόθεση. Με τον επικεφαλής της Διεύθυνσης του Κυπριακού, είχαμε τον παρακάτω διάλογο: (Συνέντευξη του Τόμας Μπόγιατ στους συγγραφείς)
Ερώτηση: Είναι περίεργο, αλλά από την πρώτη στιγμή, ο Σίσκο θεωρούσε ότι η αποστολή του ήταν καταδικασμένη να αποτύχει…
Μπόγιατ: Συμφωνώ.
Ερώτηση: Το ένοιωσε από την αρχή, πριν ακόμα ξεκινήσετε;
Μπόγιατ: Το ένοιωσα και εγώ. Θα σου πω γιατί. Εάν ο Χένρι πίστευε ότι υπήρχε έστω και μία πιθανότητα επιτυχίας, εάν ήταν αποφασισμένος να παλαίψει για να αποτρέψει την εισβολή, θα πήγαινε ο ίδιος. Δεν θα έστελνε τον Σίσκο και εμάς. Μας έστειλε για να αποτύχουμε. Για να το πω πιό ωμά, μας έστειλε για να πεθάνουμε (we were sent out there to die). Μας έστειλε σε μιά αποστολή που ήταν προαποφασισμένη να αποτύχει. Εχει δίκιο ο Σίσκο.
Ερώτηση: Αλήθεια, δεν είχατε καμία βοήθεια από τον Κίσιγκερ;
Μπόγιατ: Οχι, δεν είδα καμία βοήθεια.
Ερώτηση: Ο Μπολ και ο Βανς είχαν και την προσωπική υποστήριξη του προέδρου. Εσείς την είχατε;
Μπόγιατ: Δεν είχαμε πρόεδρο… Μεσουρανούσε το Γουότεργκεϊτ. Μετά από μερικές μέρες παραιτήθηκε ο Νίξον. Πρόεδρος ήταν ο Κίσιγκερ.
Ερώηση: Θα επιμείνω. Δεν σας βοήθησε καθόλου;
Μπόγιατ: Οχι.
Ερώτηση: Τουλάχιστον, τηλεφώνησε στον Ετσεβίτ;
Μπόγιατ: Είναι μία καλή ερώτηση. Τηλεφώνησε στον Ετσεβίτ μεταξύ της 15ης και της 20ης Ιουλίου; Δεν γνωρίζω την απάντηση.
Ερώτηση: Στις 20 Ιουλίου, όταν ο Σίσκο τηλεφώνησε στον Κίσιγκερ γιά να του αναγγείλει ότι ξεκινά η εισβολή, αυτός του απάντησε ότι θα επικοινωνήσει ο ίδιος με τον Ετσεβίτ.
Μπόγιατ: Ναι, αλλά αν ήθελε να σταματήσει την εισβολή, θα τηλεφωνούσε στον Ετσεβίτ πριν από τις 20 Ιουλίου, όχι την τελευταία στιγμή.
Ερώτηση: Και πιστεύω ότι αν ο Ετσεβίτ δεχόταν τηλεφώνημα από τον Κίσιγκερ, θα το σκεφτόταν δέκα φορές πριν προχωρήσει σε εισβολή.
Μπόγιατ: Λογικά και υπό κανονικές συνθήκες, ο Κίσιγκερ θα είχε τηλεφωνήσει στον παλιό του φίλο τον Ετσεβίτ και θα του έλεγε ότι σου στέλλω τον Σίσκο και σε παρακαλώ δώσε σημασία σ’ αυτά που θα σου πει.
Ερώτηση: Στο βιβλίο του, ο Κίσιγκερ υποστηρίζει ότι έδωσε γραπτό μήνυμα στον Σίσκο για τον Ετσεβίτ. Γιατί δεν τηλεφώνησε να δώσει ο ίδιος το μήνυμα στον Ετσεβίτ;
Μπόγιατ: Συμφωνώ, δεν είναι λογικό. Γιατί δεν το έκανε στις 16, στις 17 Ιουλίου. Γιατί δεν τηλεφώνησε και να ενημερώσει τον Ετσεβίτ ότι ο Σίσκο είναι προσωπικός του απεσταλμένος… (Συνέντευξη του Τόμας Μπόγιατ στους συγγραφείς)
Ο Μπόγιατ, που εκφράζει τα αισθήματα και των υπολοίπων συναδέλφων του, επισημαίνει:
«Καθόμαστε εκεί με όλο το κατεστημένο των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών σε όλο του το μεγαλείο, έχοντας εξαπατηθεί από ένα δειλό Έλληνα ταξίαρχο. Η καταστροφή που είχα προσπαθήσει να εμποδίσω και να αποτρέψω γινόταν πραγματικότητα σαν τον χειρότερο εφιάλτη σας. Λοιπόν, ήταν για να γελάει κανείς, σαφώς. Πραγματοποιήθηκαν αρκετές επείγουσες συναντήσεις και ο Κίσιγκερ αποφάσισε να στείλει τον Σίσκο σε μια αποστολή παλίνδρομης διπλωματίας για να λύσει το πρόβλημα. Και εγώ ήμουν αρκετό καιρό στην Ουάσινγκτον και είχα γίνει αρκετά κυνικός που ήξερα ότι τη στιγμή που ο Κίσιγκερ έστελνε τον Σίσκο, αντί να πάει ο ίδιος, σήμαινε ότι ήξερε πως δεν υπήρχε ελπίδα και δεν ήθελε να ταυτιστεί με κάποιον που απέτυχε. Έτσι θυσίασε τον υφυπουργό και το επιτελείο του, στο οποίο ανήκα. Θέλω να πω ότι ήταν ένα σαφές γραφειοκρατικό σινιάλο ότι δεν επρόκειτο να υπάρξει νίκη. Και έτσι έγινε»… (Συνέντευξη του Τόμας Μπόγιατ στους συγγραφείς – Επίσης, κατάθεση στον Τσαρλς Στιούαρτ Κένεντι)
Με τα δεδομένα αυτά, και την εκφρασμένη αντιπάθεια του Κίσιγκερ προς τον Μακάριο, τον οποίο είχε ξεγράψει από τις 15 Ιουλίου, ο Σίσκο έφτανε στο αεροδρόμιο «Χίθροου» έχοντας στους φακέλους του το σχέδιο τερματισμού της κρίσης, που ήταν βασισμένο στις προσπάθειες του Μπολ και του Βανς. Eιχε προηγηθει ο Mπουλεντ Eτσεβιτ. Eντελως διαφορετικοι οι σκοποι τους. O πρωθυπουργος της Tουρκιας ζητουσε «χερι βοηθειας» απο την Aγγλια για αποκατασταση, με στρατιωτικα μεσα, της -προ του πραξικοπηματος- πραγματικοτητας. O Aμερικανος υφυπουργος συμφωνουσε για την επιστροφη του Mακαριου και υπερθεματιζε. Aλλα απεκλειε καθε στρατιωτικη ενεργεια. O πρωθυπουργος Xαρολντ Γουίλσον και ο υπουργος Eξωτερικων Tζειμς Kαλλαχαν, καταδικασαν το πραξικοπημα εναντιον του Mακαριου, τον υποδεχθησαν μετα την εξορια του σαν προεδρο της Kυπριακης Δημοκρατιας και ειπαν ορθα-κοφτα στον Ετσεβιτ οταν δεν ειχαν καμια διαθεση να τον ακολουθησουν στις επιλογες του.
Mολις εφτασε στο Λονδινο, ο Σισκο εσπευσε στο «Φορειν Oφις». Tον περιμενε ο Tζειμς Kαλλαχαν. Tον υπουργο, που θα θυμουνται για παντα οι Kυπριοι απο την μνημειωδη του φραση οτι «η Tουρκια, μια μερα, θα γινει ομηρος της Kυπρου». Δεν εγινε ποτε και γι’ αυτο φερει την μεγαλυτερη ευθυνη η Aγγλια. Oι δυο ανδρες συζητησαν για μια ωρα. Από την πρώτη στιγμή αναδείχθηκε η διαφωνία των Αμερικανών και των Βρετανών για τον Μακάριο.
Η εντολή του Κίσιγκερ αφορούσε την αποτροπή του πολέμου. Η αποκατάσταση του Αρχιεπισκόπου, δεν ήταν στις προτεραιότητες αυτής της αποστολής. O Σισκο ζητησε να γινουν συντονισμενες ενεργειες για την αποτροπη τουρκικης επεμβασης.
O Kαλλαχαν εξεφρασε την αποψη οτι οι HΠA, αν πραγματικα θελουν την αποκατασταση της νομιμοτητας, πρεπει να ανακοινωσουν την υποστηριξη τους προς τον Mακαριο. O Σισκο δεν ειχε τετοιες οδηγιες και δεν μπορουσε να αναλαβει πρωτοβουλια προς την κατεύθυνση αυτή. Eφυγε απο το αγγλικο υπουργειο Eξωτερικων, φοβερα ανησυχος, καθως ο Kαλλαχαν τον ειχε πληροφορησει για την αποφαση του Eτσεβιτ να ακολουθησει το παραδειγμα της Eλλαδας και να ασκησει το δικαιωμα της Tουρκιας να επεμβει. Tο προηγουμενο βραδι, ο Eτσεβιτ ειχε παρακαθησει σε δειπνο που παρέθεσαν προς τιμή του ο Γουιλσον και ο Kαλλαχαν.
Μετά το τέλος της πρώτης συνάντησής του με τον Κάλλαχαν, ο Αμερικανός υφυπουργός απέστειλε τηλεγράφημα στην Ουάσιγκτον (Department of State, Τηλεγράφημα του Τζόζεφ Σίσκο στον Χένρι Κίσιγκερ, 18 Ιουλίου 1974). Σύμφωνα με το έγγραφο, και οι δυο πλευρές παρουσιάζονταν επιφυλακτικές για το θέμα της επιστροφής του Μακαρίου, παρά το γεγονός ότι δεν το ομολογούν ευθέως. Σύμφωνα με τα πρακτικά της συνάντησης, το Λονδίνο εξακολουθούσε να υποστηρίζει τη νομιμότητα και αποκατάσταση του Μακαρίου στο νησί.
Ο Κάλαχαν ισχυρίζεται σύμφωνα με το έγγραφο ότι το Κοινοβούλιο και η κοινή γνώμη έχουν εξαιρετικά σθεναρές απόψεις σ΄ αυτό το θέμα και δεν νομίζει ότι θα έπρεπε να καθυστερήσουν οι προσπάθειες των Ηνωμένων Εθνών. Ο Κάλαχαν συμφωνεί ότι μακροπρόθεσμα η αποκατάσταση του Μακαρίου δεν θα αποτελέσει πιθανώς στοιχείο σταθερότητας, εφόσον θα μπει στον πειρασμό να στραφεί προς ανατολάς. Ωστόσο, ο Κάλαχαν ισχυρίζεται ότι οι δημόσιες πιέσεις τον αναγκάζουν να συνεχίζει να υποστηρίζει τον Μακάριο. Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση της Ελλάδας δεν θα έκανε τίποτε χωρίς μεγάλη πίεση από τους Αμερικανούς.
Υλοποιώντας τις εντολές του προϊσταμένου του, ο Σίσκο τόνισε από την πλευρά του ότι οι Ην. Πολιτείες και η Βρετανία πρέπει να καταβάλουν κάθε προσπάθεια στα Ηνωμένα Έθνη ώστε να αποφευχθεί η νομιμοποίηση και η αποκατάσταση του Μακαρίου, εφόσον αυτό θα αποτελούσε πρόκριμα για τις περαιτέρω διαπραγματεύσεις. Ο Σίσκο σημείωσε επίσης τον κίνδυνο να προωθηθεί και πάλι ο Μακάριος και έτσι να δημιουργηθεί και πάλι ασταθής κατάσταση. Ο Σίσκο πρόσθεσε ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν βλέπει τον Σαμψών «σαν μόνιμο στοιχείο του τοπίου». (Department of State, Τηλεγράφημα του Τζόζεφ Σίσκο στον Χένρι Κίσιγκερ, 18 Ιουλίου 1974)
O Σισκο, κατοπιν προηγουμενων συνεννοησεων που ειχαν γινει απο την Oυασιγκτον, συναντουσε στο Λονδινο ενα ανεξηγητα χαρουμενο Eτσεβιτ. Στη διαρκεια πολυωρου γευματος, ο Σισκο ακουσε προσεκτικα τους ορους του Tουρκου πρωθυπουργου. Συνεργατης του Aμερικανου υφυπουργου κατέγραψε οτι ηταν τετοια η αλλαζονεια του Eτσεβιτ και η εκταση των απειλων του, που ο Σισκο ενοιωσε αποστροφη. Tον «εκαιγε» και το θεμα του οπίου, που τον ειχε απασχολησει ολη την προηγουμενη εβδομαδα πριν το πραξικοπημα.
Διαβάστε περισσότερα εδώ
Η ναυμαχία που δεν έγινε στην Κύπρο – ΓΛΑΥΚΟΣ και ΝΗΡΕΥΣ μπορούσαν να αλλάξουν την ιστορία
Στα άκρως απόρρητα πολεμικά ημερολόγια του υποβρυχίου «Γλαύκος» περιγράφεται με δραματικό τρόπο η επιθυμία των ναυτικών δυνάμεων να πολεμήσουν και η έλλειψη βούλησης της χούντας του Ιωαννίδη, η οποία κατέρρευσε λίγο αργότερα, παραδίδοντας ένα κομμάτι του Ελληνισμού στην Τουρκία
Μια κυπριακή παροιμία λέει: «Το “αν” το φυτέψανε και δεν φύτρωσε». Το καλοκαίρι του 1974 ο Ελληνισμός υπέστη μια ήττα. Πολιτική, στρατιωτική και ψυχολογική. Από τότε και για 43 χρόνια δημιουργήθηκαν πολλά «αν», στα οποία κανείς δεν θα μπορέσει να δώσει ποτέ απαντήσεις.
Αν η χούντα δεν είχε αποσύρει την ελληνική μεραρχία;
Αν ο Μακάριος δεν είχε συγκρουστεί με τη χούντα;
Αν δεν γινόταν το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου;
Αν τα ελληνικά υποβρύχια χτυπούσαν τον τουρκικό αποβατικό στόλο;
Αυτό το τελευταίο αν, επίσης, δεν μπορεί να απαντηθεί, αλλά μπορεί να υπάρξει πιθανολόγηση μιας απάντησης.
Αν ο Μακάριος δεν είχε συγκρουστεί με τη χούντα;
Αν δεν γινόταν το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου;
Αν τα ελληνικά υποβρύχια χτυπούσαν τον τουρκικό αποβατικό στόλο;
Αυτό το τελευταίο αν, επίσης, δεν μπορεί να απαντηθεί, αλλά μπορεί να υπάρξει πιθανολόγηση μιας απάντησης.
Η άκρως απόρρητη έκθεση που συνέταξε ο πλωτάρχης Βασίλειος Γαβριήλ, κυβερνήτης του υποβρυχίου «Γλαύκος» το 1974, με βάση τα πολεμικά ημερολόγια, καταδεικνύει ότι η Ελλάδα ίσως μπορούσε να διασώσει και το κύρος της και την Κύπρο. Ωστόσο αυτό που έλειπε ήταν η βούληση της χούντας του Ιωαννίδη, η οποία παρέπαιε, για να σωριαστεί λίγο αργότερα σαν χάρτινος πύργος, παραδίδοντας ένα κομμάτι του Ελληνισμού στην Τουρκία.
Το 1974 το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό διέθετε τέσσερα υπερσύγχρονα υποβρύχια που είχαν ναυπηγηθεί στη Γερμανία. Τα δύο εξ αυτών, το «Γλαύκος» και το «Νηρεύς», ταξίδεψαν μέχρι τα ανοιχτά της Κύπρου ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η απόβαση των Τούρκων στις ακτές της Κερύνειας αλλά ανακλήθηκαν δύο φορές. Ετσι χάθηκε μια μάχη γιατί, πολύ απλά, ποτέ δεν δόθηκε. Η απόρρητη έκθεση του πλωτάρχη Γαβριήλ είναι μέρος του φακέλου της Κύπρου και ρίχνει φως σε ένα μικρό κομμάτι των σκοτεινών γεγονότων του 1974. Μικρό μεν, αλλά ενδεικτικό της σύγχυσης, της έλλειψης βούλησης και ίσως πατριωτισμού αυτών που κινούσαν τα νήματα στην Αθήνα αγωνιώντας περισσότερο για τη δική τους τύχη παρά για την τύχη του ελληνικού στοιχείου της Κύπρου.
Με σήμα στο ΝΑΤΟ, τους κάρφωσαν στους Τούρκους
Την παραμονή της τουρκικής εισβολής, 19 Ιουλίου 1974, δεν υπήρχαν απλώς φήμες, αλλά σαφείς πληροφορίες για τη συγκέντρωση στρατευμάτων στα τουρκικά παράλια απέναντι από την Κύπρο. Οι πληροφορίες ανέφεραν την προετοιμασία αποβατικών πλοίων, αλλά οι άνθρωποι του Ιωαννίδη καθησύχαζαν ότι έχουν διαβεβαιώσεις ότι δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα και πρόκειται απλώς για συνήθεις ασκήσεις των Τούρκων. Ακόμα και όταν ο τουρκικός αποβατικός στόλος βρισκόταν έξω από την Κερύνεια οι οδηγίες ήταν: «Μην ανησυχείτε, διεξάγεται άσκηση».
Το Ελληνικό Ναυτικό από την προηγούμενη μέρα είχε βγάλει εκτός ναυστάθμου τα υποβρύχια αρχικώς για ασκήσεις που στη συνέχεια μετατράπηκαν σε πολεμικές περιπολίες, χωρίς όμως οδηγίες για εμπλοκή. Σε εκείνες τις κρίσιμες στιγμές η Διοίκηση Υποβρυχίων στέλνει σήμα στο ΝΑΤΟ με αριθμό DY 541 και ενημερώνει για τις κινήσεις των υποβρυχίων. Το σήμα γνωστοποιείται στα μέλη του ΝΑΤΟ και φυσικά στην Τουρκία, η οποία ξέρει πλέον τις κινήσεις των υποβρυχίων «Γλαύκος» και «Νηρεύς», που είχαν λάβει διαταγές να κατευθυνθούν στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου και να περιπολούν στα ανατολικά και τα δυτικά της Κερύνειας.
Στην άκρως απόρρητη έκθεση του πλωτάρχη Γαβριήλ αναφέρεται: «Ανεξαρτήτως υποχρεώσεως της ΣΥΒ ως προς την έκδοσιν SUBNOTE (DY541) τούτο δεν έπρεπε να εκδοθή, διότι ούτως καθίστατο γνωστόν εις τους Τούρκους η περίπου θέσις των υποβρυχίων». Το σήμα αυτό είχε σταλεί στις 19 Ιουλίου 1974 στη 1.50 μ.μ., λίγες μόνο ώρες προτού γίνει η απόβαση στην Κερύνεια. Μέχρι σήμερα δεν έχει απαντηθεί πειστικά από κανέναν αν επρόκειτο για τραγική γκάφα ή για μέρος κάποιας σκοτεινής συνωμοσίας. Ωστόσο είναι ένα γεγονός αδιαμφισβήτητο, καταγεγραμμένο ως ιστορικό στοιχείο.
Τους έζωναν τα φίδια
Ο κυβερνήτης του «Γλαύκος», παρότι δεν είχε σχετικές διαταγές, από τις 15 Ιουλίου είχε αρχίσει να φορτώνει τορπίλες. «Η παραλαβή τορπιλλών», γράφει ο πλωτάρχης Β. Γαβριήλ, «εσυνεχίσθη καθ’ όλην την διάρκειαν της νυκτός και ανεξαρτήτως τω υφισταμένων διαταγών, καθ’ όσον την μεσημβρίαν επιστρέψας εκ της υπηρεσίας εις την οικίαν μου επληροφορήθην περί της ανατροπής εν Κύπρω του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και ως εκ τούτου εφοβήθην επιδείνωσιν της καταστάσεως».
Το τι προετοίμαζαν οι Τούρκοι στην Κύπρο το γνώριζαν οι πάντες πλην αυτών που όφειλαν να λάβουν μέτρα. Ο πλωτάρχης σε άλλο σημείο της έκθεσής του γράφει: «Τας βραδυνάς ώρας της 18ης (Ιουλίου 1974) ηκρωώμην μεθ’ ετέρων δύο συναδέλφων μου την εκπομπήν της Ντώυτσε Βέλλε, ήτις ανεφέρετο εις την εν Κύπρω κατάστασιν, ως και εις την συγκέντρωσιν τουρκικών στρατευμάτων εις Αλεξανδρέτταν. Μετά το πέρας ταύτης απευθυνθείς προς τους συναδέλφους μου τους είπον “εάν δεν λένε ψέμματα, ως συνήθως, αύριον θα πρέπει να έχωμεν πόλεμον με τους Τούρκους”».
Διαβάστε περισσότερα εδώ
«Ενώπιον πάσης αρμοδίας Αρχής
ΕΞΩΔΙΚΟΣ Αναγγελία αξιοποίνων πράξεων του κ. Γεωργίου Αλφαντάκη, Δικηγόρου Αθηνών, υπερασπιστού κατηγορούμενων αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων συνεπεία των τελευταίων καταμηνύσεων και διώξεων αυτών, συμφώνως Τω άρθρ.40 Του Κωδ. Ποιν. Δικονομίας.
ΠΡΟΣ Τον Αξιότιμον κ. Προϊστάμενον Της Εισαγγελίας Πλημμ/κών Αθηνών.
Κατ’ εντολήν πελατών μου, ανωτέρων και ανωτάτων αξιωματικών, κατηγορουμένων και συκοφαντουμένων εσχάτως εν χορώ, εκ διαφόρων κατευθύνσεων και συνεπεία Της αδυναμίας αυτών όπως προβώ σε νέες δημοσίας δηλώσεις, αναγγέλλω Υμίν Τα κάτωθι:
1) Εις προγενεστέρας δηλώσεις μου, δημοσιευθείσας μόνον από μίαν πρωϊνήν εφημερίδα των Αθηνών «ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ» Της 27/10 αφορώσας το Κυπριακόν θέμα εζήτησα από την Κυβέρνησιν να ΕΙΠΗ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ εις τον Ελληνικόν λαόν ΔΙΑ ΤΗΝ ΜΑΡΤΥΡΙΚΗΝ ΚΥΠΡΟΝ.
Εζήτησα επίσης να απομακρύνη πάραυτα τους εν ενεργεία εισέτι ανωτάτους αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίοι κατά το δεκαήμερον από 15 έως 23 Ιουλίου 1974 επρόδωσαν την Κύπρον, κατά την έννοιαν του άρθρου 26 εδάφ. β’ του στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος, γινόμενοι περαιτέρω υπαίτιοι, ως κατωτέρω θέλει καταδεχθεί και άλλων στρατιωτικών αδικημάτων.
2) Παρήλθεν έκτοτε εν δεκαήμερον και ουδέν ηκούσθη εις απάντησιν των δηλώσεων αυτών, τόσον από επισήμου Κυβερνητικής πλευράς όσον και από πλευράς των ευκρινώς διαφαινομένων τότε ως καταγγελλομένων.
Επιθυμούν καταδήλως την συσκότισιν περί το Κυπριακόν και την παραπλάνησιν του Ελληνικού Λαού.
Επιθυμούν καταδήλως την συσκότισιν περί το Κυπριακόν και την παραπλάνησιν του Ελληνικού Λαού.
3) Υπεσχέθην τότε, ότι θα επανέλθω με πλήρως αποκαλυπτικά στοιχεία εάν δεν ετύγχανον προσοχής. Εδέχθην ανωνύμους απειλάς και πιέσεις ν’ απόσχω πάσης περαιτέρω συνεχείας. Μου εδημιούργησαν την συναίσθησιν κινδύνου, και δι’ αυτό θεωρώ πλέον ιεράν μου υποχρέωσιν ν’ αποκαλύψω τα όσα δύνανται αυτήν την στιγμήν να λεχθούν. Και ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΟΝ:
4) Μετά την ενέργειαν κατά του Μακαρίου, ο Αρχηγός Των Ενόπλων Δυνάμεων Στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος, προειδοποιήθη και ενημερώθη αρκούντως δια την επικειμένην Τουρκικήν εισβολήν και δη:
α) Δι’ επανειλημμένων αποκαλυπτικών σημάτων, του βοηθού Στρατιωτικού ακολούθου της Ελληνικής Πρεσβείας του Λονδίνου (από 15 έως 19 Ιουλίου) Ταγματάρχου κ. Αθανασίου Περδίκη.
β) Υπό του Έλληνος Ταξιάρχου κ.Σωτηριάδου, υπηρετούντος εις το Αρχηγείον του ΝΑΤΟ Σμύρνης, όστις ενημερώθη υπό του Αμερικανού Στρατηγού – Διοικητού των Δυνάμεων ΝΑΤΟ Νοτίου Ευρώπης, περί της πραγματοποιήσεως τουρκικής εισβολής εις Κύπρον, εντός 48 ωρών, με την εντολήν όπως ενημερώση τον Έλληνα Αρχηγόν των Ενόπλων Δυνάμεων.
Ο Ταξίαρχος κ.Σωτηριάδης, έσπευσεν εις την Ελλάδα και ενημέρωσε την 18.7.74 τον κ. Μπονάνο.
γ) Υπό Του ΓΕΕΦ Κύπρου, όπερ από του παρελθόντος έτους είχεν ενημερωθή λεπτομερειακώς από Βρεττανόν ανώτατον αξιωματικόν περί του Τουρκικού σχεδίου εισβολής, όπερ και πράγματι εφηρμόσθη υπό των εισβολέων τελικώς.
δ) Υπό την Ναυτικήν Διοίκησιν Κύπρου από της 10ης νυκτερινής της 19ης Ιουλίου ’74 ήτις δια του Διοικητού αυτής Αντιπλοιάρχου κ. Γ. Παπαγιάννη, ειδοποίησε τον κ. Μπονάνον περί κατευθύνσεως της τουρκικής αρμάδας προς τας ακτάς της Κυρηνείας.
ε) Από το ΓΕΕΦ και την Ναυτικήν Διοίκησιν Κύπρου τας πρώτας πρωϊνάς ώρας της 20.7.1974 με την πολεμικήν κραυγήν «ευρίσκονται εις απόστασιν 20 μιλίων, πλησιάζουν 15… 10… 5… μίλια…»
5) Παρά ταύτα το Αρχηγείον Ενόπλων Δυνάμεων, ηγνόησε την προειδοποίησιν και δεν ενίσχυσε την Κυπριακήν Εθνοφρουράν κατά το πενθήμερον 15 έως 20 Ιουλίου και ΕΔΕΧΘΗ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΙΝ 700 εμπείρων ανδρών της ΕΛΔΥΚ την 18 έως 19 Ιουλίου 1974 υπό απείρων κληρωτών αγνοούντων και τας τοπικάς Κυπριακάς συνθήκας.
6) Οι Αρχηγοί Ενόπλων Δυνάμεων και Αρχηγείου Στρατού κ.κ. Μπονάνος και Γαλατσάνος όταν πέραν των άνω προενημερώσεων ειδοποιήθησαν την πρωϊαν της 20.7.1974 παρά του ΓΕΕΦ ότι ρίπτονται Τούρκοι αλεξιπτωτισταί και ενώ προηγουμένως η τουρκική αεροπορία είχε βομβαρδίσει αγρίως το στρατόπεδον της ΕΛΔΥΚ δεν διέταξαν τας Ελληνικάς Κυπριακάς δυνάμεις να αρχίσουν το πυρ. Δεν διέταξαν πύρ, μέχρι της 8.50 πρωϊνής της 20.7.1974.
Την 8.50 ως άνω πρωϊνήν, ο μόνος αφιχθείς εις την αίθουσαν επιχειρήσεων του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων Αντισυνταγματάρχης κ. Λούκουτος προσωπικώς είπε τηλεφωνικώς εις τον Διοικητήν του ΓΕΕΦ Ταξίαρχον κ.Γεωργίτσην «κτυπάτε δι’ όλων των μέσων». Έτσι κατόρθωσαν να προγεφυρωθούν ένιοι μονάδες των ρηθέντων τούρκων αλεξιπτωτιστών.
7) Επίσης ιδία πρωτοβουλία των Ελληνο – κυπριακών μονάδων Κυρηνείας επλήγη το πρώτον κύμα της τουρκικής αποβάσεως, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να έχουν 2.000 – 3.000 νεκρούς και τραυματίας.
8) Η Κυβέρνησις και η Επανάστασις της 25.11.1973 απεφάσισαν και διέταξαν Γενικήν Επιστράτευσιν την 20.7.1974, ήτις ήρξατο εφαρμοζομένη από της 9ης πρωϊνής ώρας. Αυτήν απήτουν αι περιστάσεις και τα στρατιωτικά δεδομένα. Ο Στρατηγός Μπονάνος μετά των επιτελών του, την 11ην πρωϊνήν της αυτής ημέρας(20.7.1974) ΑΝΑΚΑΛΕΣΕ την γενικήν επιστράτευσιν, ΔΙ’ ΑΛΛΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ.
9) Την 21.7.1974 ημέραν Κυριακήν, συνήλθε υπό την Προεδρίαν του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Γκιζίκη το Συμβούλιον Εθνικής Ασφαλείας της Χώρας. Η Ηγεσία του Έθνους κατά τας στιγμάς εκείνας. Συμμετέσχον οι κ.κ. Γκιζίκης, Ανδρουτσόπουλος, Μπονάνος, Γαλατσάνος, Αραπάκης, Παπανικολάου και ο Ταξίαρχος τότε κ. Δημήτριος Ιωαννίδης. Ενημερώθησαν:
α) Υπό του Αρχηγού, Αντιναυάρχου κ. Αραπάκη ειπόντες: “Ευρίσκομαι προ των ακτών της Κυρηνείας με ΔΥΟ ΥΠΟΒΡΥΧΙΑ (τσέπης Γερμανικά) εξωπλισμένα δια 14 τορπιλλών – πυραύλων έκαστον. Έχω τα 11 τουρκικά πλοία της αποβάσεως εις τα περισκόπια και τα σκόπευτρα. Λογικώς και μαθηματικώς δεν δύναται να εκφύγη ουδέν τουρκικόν πλοίον. (Κυβερνήται των υποβρυχίων γνωστοί πλωτάρχαι του πολεμικού ναυτικού.) Έχω λάβει πρόνοιαν και δια τον υπόλοιπον τουρκικόν στόλον.”
β) Υπό του Αρχηγού Αεροπορίας κ. Παπανικολάου ειπόντος: “Τα Φάντομς ευρίσκονται εις την Κρήτην και φέρουν βόμβας – πυραύλους εκ των οποίων δεν δύναται να γλυτώσουν τα τουρκικά πλοία.”
ΔΥΟ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙAΙ:
Ο Τούρκοι δεν είχον μέσα ανασχέσεως ούτε των δύο υποβρυχίων ούτε των Ελληνικών Φάντομς ΔΙΟΤΙ:
αα) Τα εν λόγω υποβρύχια πλέοντα εις βάθος 200 μέτρων και με 21 – 22 μίλια ωριαίως υπό την επιφάνειαν της θαλάσσης – κοινόν μυστικόν – δεν δύνανται να επισημανθούν υπό των τουρκικών αντιτορπιλλικών – καταστροφέων. Διότι τα ηχοληπτικά όργανα αυτών μετά την ταχύτητα των 18 μιλίων ΔΕΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ.
ββ) Οι Τούρκοι εστερούντο Φάντομς και ΟΥΔΕΝ ΕΤΕΡΟΝ ΜΕΣΟΝ ΑΝΑΣΧΕΣΕΩΣ των Ελληνικών Φάντομς διέθετον.
γγ) Υπό του Αρχηγού Στρατού κ. Γαλατσάνου ειπόντος: “εις τον Έβρο είμεθα έτοιμοι δια βολάς πυροβολικού. Η άμυνα αυτού είναι πλήρως και μαθηματικώς εξησφαλισμένη. Οι Τούρκοι δεν δύνανται να περάσουν”.
10) ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΓΗ της Ηγεσίας του Έθνους: “κ. Αραπάκη την πρωϊαν της Δευτέρας 22.7.1974 ότε θέλει αρχίσει η κυρία απόβασις των Τούρκων, βυθίσατε τα προ του λιμένος Κυρηνείας ευρισκόμενα εις συγκέντρωσιν, τουρκικά αποβατικά και λοιπά σκάφη του εχθρού.
Κύριε Παπανικολάου κατά την αυτήν ώραν αποστείλατε εξ (6) Φάντομς από Κρήτην εις Κυρήνειαν (διάρκεια πτήσεως Κρήτη – Κύπρος 9′) και πλήξατε τα τουρκικά σκάφη.
Κύριε Γαλατσάνε αρχίσατε βολάς πυροβολικού εις Εβρον δι’ αντιπερισπασμόν.
ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ κατά του τουρκικού εδάφους.
Κύριε Μπονάνε εποπτέυσατε την εκτέλεσιν των διαταγών”.
11) Μετά ταύτα ελύθη η συνεδρίασις του Έθνους ΧΩΡΙΣ ΟΥΔΕΜΙΑΝ ΔΙΑΤΑΓΗΝ ΝΑ ΑΛΛΑΞΗ.
12)Την πρωϊαν της Δευτέρας 22.7.1974:
α) Ο κ. Αραπάκης διέταξε ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΣ ΤΑ ΔΥΟ ΥΠΟΒΡΥΧΙΑ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΝ εκ Κύπρου καταλειπόντα τον εχθρόν ελεύθερον και ανενόχλητον να πραγματοποιήση την στρατιωτικώς αστείαν απόβασίν του.
β) Ο κ. Παπανικολάου εσταμάτησε τα 6 Φάντομς εις την Κρήτην, με αποτέλεσμα αι Ελληνο – κυπριακαί δυνάμεις να σφυροκοπώνται ανελέητα υπό της απαιδεύτου τουρκικής αεροπορίας και λοιπά λέγων απευθυνόμενος και προς κατωτέρους, αξιωματικούς “πώς να στείλω Φάντομς, οι Βούλγαροι είναι έτοιμοι να μας επιτεθούν, έχουν συγκεντρωθή εις τα σύνορα, θα πάθωμε συμφορά.” Ενώ τούτο ήτο απολύτως ανακριβές.
γ) Ο κ. Γαλατσάνος δεν επέτρεψε τας βολάς πυροβολικού.
δ)Ο κ. Μπονάνος συνετόνισε τας ενεργείας των τριών Αρχηγών των Επιτελείων του δια να προληφθή Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΘΥΣΙΩΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΙΚΩΝ ΕΙΣΒΟΛΩΝ.
ΜΕΡΙΚΑΙ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑΙ:
α) Ο Ελληνικός στρατός ουδέποτε ήτο καλύτερον ωπλισμένος μέχρι της 20.7.1974.
β) Πολεμοφόδια και υλικά υπήρχαν άφθονα ΠΑΡΑ ΤΑΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΑΣ ΑΠΟ ΕΧΘΡΙΚΑΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΧΩΡΑΝ ΠΗΓΑΣ, αντιθέτους πληροφορίας.
γ) Οι Τούρκοι είχον αεροναυμαχήσει μεταξύ των κει είχον: 1) Καταβυθίσει εν αντιτορπιλικόν, 2) είχον αχρηστεύσει έτερα δύο, 3) είχον τα πλησσόμενα αντιτορπιλικά καταρρίψει δύο ιδικά των αεροσκάφη και 4) το ελληνικόν πυροβολικόν – όχι επάκτιον – είχεν αχρηστεύσει έτερα δύο τουρκικά αντιτορπιλικά εις την Κυρήνειαν.
δ) Ο Αμερικανός Υφυπουργός κ. Σίσκο, τον οποίον ηρνούντο να δεχθούν πλέον – 20.7.74 και εντεύθεν – ο κ.κ. Γκιζίκης και Ανδρουτσόπουλος, ως επιτηρητήν των Τουρκο – αμερικανών συνηντάτο την 21.7.74 μετά την ως άνω σύσκεψιν της Ηγεσίας του Έθνους, ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΜΕΤΑ ΤΩΝ κ.κ. ΜΠΟΝΑΝΟΥ ΚΑΙ ΑΡΑΠΑΚΗ.
Εις το γραφείον του κ. Μπονάνου – άγνωστον ποίος τον πήγεν – ηκούσθη να λέγη: “σταματείστε τον στόλον και την αεροπορίαν σας και ΣΑΣ ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ ΝΑ ΥΠΟΧΡΕΩΣΩΜΕ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑΝ”.
15) Ο Αντιστράτηγος κ. Λάμπρος Σταθόπουλος, Διοικητής της Κ.Υ.Π. τότε, ανέφερεν εις την Ηγεσίαν, ότι είχε την πληροφορίαν ότι υπήρχεν συγκέντρωσις βουλγαρικού στρατού εις τα Ελληνο – βουλγαρικά σύνορα και αεροσκαφών τύπου ΜΙΓΚ. Οι επιτελείς του στρατηγού κ. Γαλατσάνου υποψιασθέντος δολίαν προέλευσιν της πληροφορίας ηρώτησαν σχετικώς τα αρμόδια κλιμάκια της Κ.Υ.Π. τα οποία την διέψευδον. Επεκοινώνησαν με τα 2α γραφεία των ταγμάτων της Ελληνο – βουλγαρικής μεθορίου και ταύτα όχι μόνον διέψευσαν την πληροφορίαν του κ. Σταθοπούλου, αλλά είπον ότι οι Βούλγαροι είχον αραιώσει εσχάτως τα μεθοριακάς φρουράς.
Ο κ. Σταθόπουλος την πληροφορίαν είχε από αγγλο – αμερικανικάς πηγάς.
16) Ο Αντιστράτηγος κ. Αγαμέμνων Γράτσιος Διοικητής Α.Σ.Δ.Ε.Ν. τότε συνέδραμε με τους κ.κ. Σταθόπουλον και Παπανικολάου εις το θέμα των Βουλγάρων, λέγων ενώπιον αξιωματικών κατά την 21ην, 22αν Ιουλίου: “Οι Βούλγαροι θα μας πάρουν την Θεσσαλονίκη. Ο στρατός μας δεν αντέχει. Οι επίστρατοι είναι διαλυμένοι και δεν έχουν ηθικόν.” Οτε και ηρωτήθη από Ταγματαρχών του Γεν. Επιτελείου πώς δύναται να λέγη τοιαύτας ανακριβείας όταν έχει και ο ίδιος επιστράτους εις την Α.Σ.Δ.Ε.Ν. ενώ πάντα ταύτα ήσαν ανακριβή. (…)
(…) Θα αναμείνω, ελπίζω όχι πάλιν επί ματαίω και εκ νέου κυβερνητικήν ενέργειαν δια την επιβεβαίωσιν των ανωτέρω, δια την απόδοσιν του δικαίου και εξύψωσιν των Ενόπλων Δυνάμεων της Πατρίδος.
Επειδή λαβών γνώσιν των ανωτέρω εξ ων προκύπτει η διάπραξις των περιγραφομένων κακουργημάτων, υπόχρεως καθίσταται κατά Νόμον και δη κατ’ άρθρ. 40 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας ν’ αναγγείλω ταύτα προς τον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Επειδή τ’ ανωτέρω δέον προς τούτοις να τεθώσιν πρωτίστως υπ’ όψιν του αξιοτίμου προϊσταμένου της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών, Αντισαγγελέως Εφετών κ. Φαφούτη, αρμοδίου κατά νόμον προς δίωξιν πάσης αξιοποίνου πράξεως. Τούτο δε έστω και εάν τα προκύπτοντα αδικήματα διώκονται παρά των Στρατιωτικών Δικαστικών αρχών, αίτινες δέον να λάβωσι γνώσιν προδήλως παρ’ Αυτού.
ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΩ τα ανωτέρω υπό την επιφύλαξιν παντός εν γένει δικαιώματός μου ως Έλληνος πολίτου.
Αρμόδιος δικαστικός επιμελητής επιδότω νομίμως την παρούσα προς τον αξιότιμον κ. Προϊστάμενον της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών των Αθηνών προς γνώσιν του και δια την διενέργειαν των νομίμων.
Εν Αθήνας τη 8η Νοεμβρίου 1974″
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου