Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

Κυπριακό, ο πρώτος δύσκολος χρόνος

capturea

Στην φωτογραφία οι κ.κ. Γλαύκος Κληρίδης, Κουρτ Βάλντχαϊμ, Ραούφ Ντενκτάς,
στο περιθώριο των συνομιλιών στη Βιέννη τον Μάιο του 1975.

Το 1975 αποτελεί ένα έτος που περνάει σχεδόν απαρατήρητο στη βιβλιογραφία για το Κυπριακό. Παρ’ όλα αυτά, για τους Κυπρίους υπήρξε ο πρώτος δύσκολος χρόνος μετά την τραγωδία του Ιουλίου - Αυγούστου 1974. Ηταν δυσοίωνο έτος στο οποίο η Κύπρος, με ανασφάλεια και αβεβαιότητα, βίωνε τα επακόλουθα της καταστροφής του 1974.

Η επιστροφή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις 7 Δεκεμβρίου 1974, έπειτα από εξάμηνη απουσία συνεπεία του πραξικοπήματος και έπειτα από διαβουλεύσεις που είχε στην Αθήνα, σηματοδότησε την έναρξη προσπάθειας να εξευρεθεί μια κοινώς αποδεκτή νέα στρατηγική που θα ακολουθείτο από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Συγκλήθηκε έτσι για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1975 το «Εθνικό Συμβούλιο», ένα συμβουλευτικό σώμα που περιλάμβανε εκπροσώπους των κυπριακών κομμάτων και τον Γλαύκο Κληρίδη, πρόεδρο της Βουλής και διαπραγματευτή. Μεταξύ των άλλων αποφάσεων που ελήφθησαν ήταν ότι η επιδιωκόμενη πλέον λύση θα ήταν αυτή της πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας. Το τραγικό ήταν ότι η συγκεκριμένη θέση, πριν από το 1974, αποτελούσε τουρκική απαίτηση την οποία η ελληνική πλευρά απέρριπτε.

Σημαντικό ζήτημα που δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα σε πολλά επίπεδα ήταν το προσφυγικό. Οι Τούρκοι, προκειμένου να επιτευχθεί εδαφική και πληθυσμιακή διχοτόμηση του νησιού και να προωθηθεί ο πολιτικός στόχος της διζωνικής ομοσπονδίας σε δικοινοτική βάση, ευνοούσαν εκτενείς μετακινήσεις πληθυσμών. Επείγονταν να μεταφέρουν στα κατεχόμενα όσους Τούρκους παρέμεναν στις ελεύθερες περιοχές, πολλοί των οποίων είχαν συγκεντρωθεί και φιλοξενούνταν, κυρίως, στη βρετανική βάση Ακρωτηρίου και υπολογίζονταν σε 8.000-11.000.

Τελικά, κατόπιν υπόδειξης του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ, το Λονδίνο στις 14 Ιανουαρίου 1975 κοινοποίησε την απόφασή του για εκκένωση της βάσης από τους Τουρκοκυπρίους. Η αντίδραση της κυπριακής κυβέρνησης ήταν έντονη με ρηματικές διακοινώσεις προς τη βρετανική κυβέρνηση στις 16 και 17 Ιανουαρίου και με καταγγελία της Βρετανίας στον ΟΗΕ στις 22 Ιανουαρίου. Επίσης, στις 16 Ιανουαρίου η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων σε ψήφισμά της έκρινε ότι πλέον δεν ήταν νοητή η διατήρηση βρετανικών βάσεων στο κυπριακό έδαφος. Παρά τις αντιδράσεις όμως, το Λονδίνο προχώρησε στην υλοποίηση του σχεδίου του με πολλές ημερήσιες και νυχτερινές πτήσεις από το Ακρωτήρι προς τα Αδανα. Από εκεί, έπειτα από περίπου ένα μήνα, οι Τουρκοκύπριοι μεταφέρθηκαν στις κατεχόμενες περιοχές και τους δόθηκαν περιουσίες Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων.


Ο Κεμάλ Ατατούρκ δεσπόζει στα επίσημα κτίρια του «Τουρκικού Ομόσπονδου Κράτους της Κύπρου», που ανακηρύχθηκε στις 13.2.1975.


Διακοινοτικές συνομιλίες στη Βιέννη.

Οταν στις 19 Δεκεμβρίου 1974 συναντήθηκαν για πρώτη φορά οι συνομιλητές Γλαύκος Κληρίδης και Ραούφ Ντενκτάς προκειμένου να προετοιμάσουν το έδαφος για την επανέναρξη του διαλόγου, ο δεύτερος έκανε σαφείς τις προθέσεις του. Πρότεινε να ανακηρύξει η τουρκική κοινότητα ανεξάρτητο κράτος ώστε οι συνομιλίες να διεξάγονταν «μεταξύ αντιπροσώπων των δύο κοινοτήτων επί ίσης βάσης». Παρά την απόρριψη της πρότασης από την ελληνική πλευρά, η τουρκική προχώρησε στις 13 Φεβρουαρίου 1975 σε ανακήρυξη των κατεχόμενων περιοχών σε «Τουρκικό Ομόσπονδο Κράτος της Κύπρου». Πλέον ήταν σαφές πώς οι Τούρκοι οραματίζονταν τη λύση. Διάλυση του κυπριακού κράτους και μετεξέλιξή του σε ένα μόρφωμα αποκεντρωμένης - χαλαρής ομοσπονδίας. Η Κυπριακή Δημοκρατία αντέδρασε άμεσα, με αποτέλεσμα στις 12 Μαρτίου 1975 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να εκδώσει απόφαση στην οποία καταδικαζόταν η μονομερής τουρκική ενέργεια.

Οταν στις 28 Απριλίου 1975 άρχισε ο πρώτος γύρος συνομιλιών στη Βιέννη, η τουρκική πλευρά έθετε μαξιμαλιστικές απαιτήσεις και ακολουθούσε τακτική κωλυσιεργίας που αποσκοπούσε στην εδραίωση των τετελεσμένων. Ενώ η ελληνική πλευρά μετά τη λήξη και του έκτου γύρου των συνομιλιών είχε αποδεχθεί την τουρκική απαίτηση για δικοινοτική και διπεριφερειακή ομοσπονδία, οι Τούρκοι δεν έδειξαν αντίστοιχη θέληση να προβούν σε οποιαδήποτε παραχώρηση στα ουσιώδη για την ελληνική πλευρά ζητήματα που ήταν το εδαφικό και το προσφυγικό.


Προτάσεις Βάλντχαϊμ.


Ο Μακάριος μετά την επιστροφή του στην Κύπρο στο ρημαγμένο Προεδρικό Μέγαρο, τον τόπο από όπου ξεκίνησε η καταστροφή.


Επί των δύο αυτών ζητημάτων, κατά τον πρώτο γύρο των συνομιλιών, ο ίδιος ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κουρτ Βάλντχαϊμ είχε προτείνει να επιστρέψουν υπό την προστασία της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ οι Ελληνες κάτοικοι της Αμμοχώστου, της περιοχής Λευκονοίκου-Τρικώμου και της Μόρφου καθώς και αυτοί των περιοχών παρά τη βρετανική βάση της Δεκέλειας. Οι Τούρκοι απέρριψαν την πρόταση και κράτησαν αρνητική στάση σε νέα πρότασή του στις 8 Σεπτεμβρίου 1975 που προνοούσε ως πρώτο βήμα μόνο την επιστροφή των κατοίκων της Αμμοχώστου. Το εμπάργκο στην πώληση όπλων που είχε επιβάλει το αμερικανικό Κογκρέσο στην Τουρκία στις αρχές Φεβρουαρίου 1975 και η εμπλοκή του σοβιετικού παράγοντα με διάβημα προς την τουρκική κυβέρνηση στις 21 Ιανουαρίου 1975 δεν ήταν ικανά να κάμψουν την τουρκική αδιαλλαξία.

Μια αξιοσημείωτη συμφωνία επήλθε στις 2 Αυγούστου 1975, στον τρίτο γύρο των συνομιλιών, και γι’ αυτό ονομάστηκε «Συμφωνία της τρίτης Βιέννης». Προνοούσε ότι θα επιτρεπόταν στις περίπου 9.000 Τούρκους που διέμεναν στις ελεύθερες περιοχές να μετακινηθούν με τα υπάρχοντά τους στα εδάφη που ελέγχονταν από τον τουρκικό στρατό. Αντίστοιχα, οι περίπου 10.000 «εγκλωβισμένοι» Ελληνες στα κατεχόμενα διατηρούσαν το δικαίωμα να παραμείνουν και θα τους παρέχονταν οι απαραίτητες διευκολύνσεις για να μπορούν «να διάγουν μίαν ομαλήν ζωήν». Δυστυχώς, ενώ το κυπριακό κράτος τήρησε τις δεσμεύσεις του, η τουρκική πλευρά, με οργανωμένες βιαιότητες, δολοφονίες και τρομοκρατία, εξανάγκασε τους πλείστους Ελληνες που παρέμεναν στις κατεχόμενες περιοχές να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Το 1975 έκλεισε με το ψήφισμα 3212 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, στις 20 Νοεμβρίου, με το οποίο εκφραζόταν η ανησυχία για την αποτυχία των τεσσάρων γύρων συνομιλιών να επιτύχουν λύση και με τη Συμφωνία των Βρυξελλών, στις 12 Δεκεμβρίου 1975, μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας, για διαδικαστικά θέματα ενόψει της επανέναρξης των συνομιλιών.


Mαθητικό και γυναικείο αντικατοχικό κίνημα.


Ο πρόεδρος της «κυβέρνησης» των πραξικοπηματιών Νίκος Σαμψών συνελήφθη και προφυλακίστηκε στις 16.3.1976. 


Οσο συνέβαιναν αυτά, η κυπριακή κοινωνία δεν έμενε απαθής. Στο 1975 εντοπίζονται οι ρίζες του μαθητικού και γυναικείου αντικατοχικού κινήματος. Στις 17 Ιανουαρίου μάλιστα, το αντικατοχικό κίνημα είχε τον πρώτο νεκρό του. Τον 18χρονο Πανίκο Δημητρίου, εκτοπισμένο από τον Αγιο Μέμνωνα Αμμοχώστου, ο οποίος παρασύρθηκε από βρετανικό όχημα έξω από τη βάση Ακρωτηρίου, όπου βρισκόταν μαζί με πλήθος άλλων μαθητών, διαμαρτυρόμενος για την αγγλική πολιτική στο Κυπριακό.

Λίγο νωρίτερα, σε παρόμοιες διαμαρτυρίες στις βρετανικές εγκαταστάσεις στο Τρόοδος, οι μαθητές πολιόρκησαν τις εγκαταστάσεις και πυρπόλησαν στρατιωτικό τζιπ. Ο θάνατος του Πανίκου Δημητρίου πυροδότησε νέες έντονες μαθητικές διαδηλώσεις, με επιθέσεις εναντίον βρετανικών και αμερικανικών εγκαταστάσεων.

Τη σκυτάλη των αντικατοχικών εκδηλώσεων πήραν οι γυναίκες. Στις 20 Απριλίου 1975 οργανώθηκε η πρώτη μεγάλη «πορεία γυναικών προς την Αμμόχωστο», στην οποία συμμετείχαν προσωπικότητες από πολλές χώρες. Την Ελλάδα εκπροσώπησαν η Μελίνα Μερκούρη, η Αμαλία Φλέμινγκ, η Μαργαρίτα Παπανδρέου και άλλες.

Η «κάθαρση», δηλαδή η αναζήτηση και η τιμωρία των υπαίτιων της τραγωδίας, ήταν ένα άλλο θέμα που απασχολούσε την κυπριακή κοινωνία. Ετσι, η Βουλή στις 30 Οκτωβρίου 1975 ενέκρινε ψήφισμα με το οποίο καλούσε την κυβέρνηση να εκκαθαρίσει τις δημόσιες υπηρεσίες, τον στρατό και την αστυνομία από άτομα που συμμετείχαν στο πραξικόπημα. Με βάση το συγκεκριμένο ψήφισμα, συνελήφθη και προφυλακίσθηκε στις 16 Μαρτίου 1976 ο Νίκος Σαμψών, πρόεδρος της πραξικοπηματικής κυβέρνησης.


Η τουρκική εισβολή προκάλεσε τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή με 200.000 πρόσφυγες. (Φωτ. ASSOCIATED PRESS)


Τέλος, το 1975 σηματοδότησε την απαρχή της οικονομικής ανάκαμψης. Την επαύριον της εισβολής, η κυπριακή οικονομία είχε απολέσει σημαντικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους και η ανεργία είχε εκτοξευθεί στο 30%. Ομως, η αναπτυξιακή πολιτική του κράτους στο πλαίσιο του Πρώτου Εκτακτου Σχεδίου Οικονομικής Δράσης, ο εξωτερικός δανεισμός, οι επενδύσεις στον τουρισμό, η κρατική υποστήριξη στις επιχειρήσεις καθώς και το φθηνό εργατικό δυναμικό των εκτοπισμένων συνέβαλαν ώστε μέχρι το 1978 η οικονομία να ξεπεράσει τα προ της εισβολής επίπεδα.

Το 1975 αποτέλεσε για την Κύπρο έτος ανασυγκρότησης. Η τουρκική στρατιωτική κατοχή του βόρειου τμήματος του νησιού και η δημογραφική αλλαγή που προκλήθηκε είχαν δημιουργήσει τετελεσμένα τα οποία δεν ήταν εύκολο να ανατραπούν. Στις συνομιλίες που ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 1975, η τουρκική πλευρά χρονοτριβούσε ώστε να κεφαλαιοποιήσει τα κέρδη της και η ελληνική προέβαινε σε παραχωρήσεις ως προς τη δομή του κράτους για να πετύχει οφέλη στο εδαφικό και στο προσφυγικό. Η κυπριακή κοινωνία, σε συνθήκες αβεβαιότητας, βρήκε τις δυνάμεις να ανασυνταχθεί, να δημιουργήσει από τις στάχτες το «κυπριακό οικονομικό θαύμα» και να οργανωθεί σε αντικατοχικά κινήματα, διατρανώνοντας τον πόθο για επιστροφή.




ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Ο κ. Χαράλαμπος Αλεξάνδρου είναι δρ Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου