Το σημερινό άρθρο θα ρίξει φώς σε ένα άγνωστο αλλά ηρωικό κεφάλαιο του Έπους του 1940. Πρόκειται για τον θρίαμβο των Ελλήνων, κατά την διάρκεια της «Εαρινής Επίθεσης» των Ιταλών στο Ύψωμα 731 τον Μάρτιο του 1941. Υπερασπιστής του υψώματος ήταν ο ταγματάρχης Δημήτριος Κασλάς, μαζί με το 5ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων ανέλαβαν την υπεράσπιση του υψώματος. Το Ύψωμα 731 βρίσκεται περί τα 20 χλμ. βόρεια της Κλεισούρας. Ήταν ένα από τα ισχυρότερα ερείσματα που κατέλαβε ο Ελληνικός Στρατός κατά τους χειμερινούς αγώνες που προηγήθηκαν, κλειδί της όλης τοποθεσίας, στον κεντρικό τομέα της Αλβανίας. Η παραμονή σε Ελληνικά χέρια καταδίκαζε κάθε προσπάθεια των Ιταλών.
Η ΔΙΑΤΑΓΗ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΚΑΣΛΑ
«Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρι εσχάτων. Προμηνύεται λυσσώδης επίθεσις του εχθρού, η οποία οπωσδήποτε θα αποκρουσθή και θα συντριβή. Τότε μόνον θα διέλθει ο εχθρός εκ της τοποθεσίας μας, όταν αποθάνωμεν άπαντες επί των θέσεών μας. Ουδείς θα κινηθή προς τα οπίσω. Πάντες θα αποθάνωσι επί των θέσεών των».[1]
ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ
Την 04:00 ώρα της 9 ης Μαρτίου 1941 ο Μουσολίνι εγκαθίσταται στο παρατηρητήριο «ΚΟΜΑΡΙΤ», απέναντι από το ύψωμα 731, σε απόσταση βολής από το ελληνικό πυροβολικό. Κανένας άλλος αρχηγός κράτους δεν πήγε ποτέ τόσο κοντά στην πρώτη γραμμή, όσο ο Μουσολίνι σε αυτήν την επίθεση. Στις 6:30 το πρωί της 9ης Μαρτίου ξεκινά η εαρινή επίθεση με την κωδική ονομασία «Πριμαβέρα» με βολές πυροβολικού και εναέριους βομβαρδισμούς. Η πυκνότητα των πυρών ήταν ιδιαίτερα μεγάλη κατά του υψώματος 731. Δυόμισι ώρες κράτησε η προπαρασκευή του Ιταλικού πυροβολικού. Υπολογίζεται ότι μέσα σε δυόμισι ώρες έπεσαν πάνω στις Ελληνικές θέσεις πάνω από 100.000 βλήματα. Με το ξημέρωμα στα 400 πυροβόλα και τους 300 όλμους προστίθενται και τα πυρά της Ιταλικής Αεροπορίας, μέσα σε λίγες ώρες το ύψωμα ισοπεδώνεται.
Στις 08:00 αρχίζει η κίνηση του Πεζικού με παραπλανητική ενέργεια εναντίον του δεξιού του Συγκροτήματος ΚΕΤΣΕΑ (υψώματα χ. Μπούμπεσι) και του αριστερού του, εναντίον του συγκροτήματος. ΜΠΑΛΝΤΟΥΜΗ και του Συγκροτήματος ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ. Τα Ιταλικά τμήματα καθηλώνονται, Στις 09:00 αρχίζει η κανονική επίθεση κατά του υψώματος 731 και του Μπρέγκου-Ράπιτ. Οι Ιταλοί ορμούσαν με την κραυγή (αβάντι πέρ ντούτσε). Τα Ελληνικά πολυβόλα με το βαρύ τους κροτάλισμα γάζωναν τον αέρα. Οι Ιταλοί αιφνιδιάζονται, καθηλώνονται. Οι ελάχιστοι επιζώντες Έλληνες, την κατάλληλη στιγμή εξέρχονται των κατεστραμμένων χαρακωμάτων τους και με εφ’ όπλου λόγχη και την κραυγή «ΑΈΡΑ» αντεπιτίθενται. Οι Ιταλοί ανατρέπονται και υποχωρούν προς την αρχική γραμμή εξορμήσεως τους, καταδιωκόμενοι, αρχικά από τους μαχητές και στη συνέχεια από τα πυρά του Ελληνικού πυροβολικού.
Στις 12:00 εξαπολύουν οι Ιταλοί επίθεση με νέα τμήματα στο 731 και στο Μπρέγκου-Ράπιτ. Αποκρούονται και πάλι αλλά καταλαμβάνουν εκ νέου το ύψωμα 717 προ του 731. Στις 14:00 εξαπολύουν τέταρτη επίθεση και στις 16:50 πέμπτη και στα δύο υψώματα, οι οποίες επίσης αποκρούονται. Έτσι η πρώτη ημέρα της επιθέσεως στον τομέα της Ι Μεραρχίας τερματίστηκε με πενιχρά, για τον εχθρό, αποτελέσματα, αφού το μόνο ύψωμα που κατέλαβε ήταν το ύψωμα 717 των Προφυλακών Μάχης. Αυτό ήταν και το μόνο ύψωμα που κατέλαβαν οι Ιταλοί κατά την Εαρινή Επίθεση».
Η Ιταλική επίθεση συνεχίστηκε επί τέσσερις ημέρες με αμείωτη ένταση και με μεγάλες απώλειες ιδιαίτερα για τους επιτιθέμενους. Οι βολές του ιταλικού πυροβολικού δεν έπαυαν ούτε τη νύχτα. Οι Ελληνικές δυνάμεις τελικά κατάφεραν να διατηρήσουν ακέραιες τις θέσεις τους σε όλη τη γραμμή του μετώπου, πολεμώντας πολλές φορές σώμα με σώμα, αποκρούοντας όλες τις επιθέσεις των Ιταλών. Στις 25 Μαρτίου δόθηκε η τελευταία προσπάθεια των Ιταλών, για την κατάληψη του υψώματος η όποια και πάλι απέτυχε. Μετά την επίθεση ή Ιταλική ηγεσία διέταξε την παύση των επιχειρήσεων.
Ο Λογοτέχνης και Ακαδημαϊκός Άγγελος Τερζάκης, πολεμιστής του 1940, γράφει:
«Ξημερώνει η 10 Μαρτίου 1941 ,ημέρα Δευτέρα, και το πυροβολικό του Καβαλλέρο ξαναρχίζει. Ξαναρχίζει από την Τρεμπεσίνα, με πείσμα διπλό, γιατί η πρώτη μέρα χάθηκε κι αυτό είναι άσχημο για μιαν επίθεση, που πρέπει να το πετύχει στις πρώτες ώρες της. Το κανονίδι τώρα απλώνεται ανατολικά, στο 731. Είναι τέτοιο που μόνο με τους θρυλικούς βομβαρδισμούς του Βερντέν, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί να παραβληθεί. Τ’ ακούει και ζαρώνει περίτρομη η ψυχή του ανθρώπου. Τα ελληνικά πυρά της έκοψαν την ορμή, ως που το μεσημέρι οι Ιταλοί ενισχυμένοι με νέες δυνάμεις, ξανάρχισαν, όμως, το πεζικό κατόρθωσε με μόνα τα δικά του να σπάσει το πρώτο κύμα του εχθρού. Στις 6 τ’ απόγεμα οι Ιταλοί άνοιγαν μεγάλη φωτιά κατά του 731. Χύμηξαν ύστερα με ταυτόχρονη προσπάθεια να το υπερκεράσουν από τη δημοσιά, ενώ έπιαναν και να βομβαρδίζουν την Τρεμπεσίνα. Είταν η έβδομη επίθεσή τους για το 731. Το ύψωμα έμπαινε πια, ζωσμένο με φλόγες στο θρύλο» [2]
Η Νίκη των Ελλήνων στο ύψωμα 731 άλλαξε το ρού της ιστορίας αφού ανάγκασε τον Χίτλερ να στρέψει την προσοχή και της δυνάμης του προς την Ελλάδα καθυστερώντας την επίθεση προς την Ρωσία με αποτέλεσμα να τον βρεί ο βαρύς χειμώνας της Ρωσίας. Στο Αλβανικό μέτωπο ο Ελληνικός Στρατός έχασε περίπου 13.592 αξιωματικούς και οπλίτες από αυτούς 8.000 έχουν παραμείνει εντός του αλβανικού εδάφους άλλοι θαμμένοι άλλοι άταφοι.
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ ΑΠΟ ΤΟ ΥΨΩΜΑ 731
{Νιόπαντρος ένα χρόνο, στη Μεσοχώρα, το καλοκαίρι του 1940, ο Βαγγέλης Τσιάντας, παλικάρι κοντά στα 30, με τη σύζυγό του Ευτυχία και τη νεογέννητη κόρη του, Σπυριδούλα, κάνει τα πιο όμορφα όνειρα για τη ζωή. Ξέρει καλά την τέχνη του επιπλοποιού, στήνει το εργαστήριό του, έχει αγοράσει τα εργαλεία του και δουλεύει το ξύλο, με τέχνη και μεράκι. Τα χέρια του «γράφουν». Ό,τι πιάνουν γίνεται κόσμημα, στολίδι. Δεν προλαβαίνει τις παραγγελίες. Όμως, τα «σύννεφα» βαραίνουν, η πατρίδα υποψιάζεται τον κίνδυνο και καλεί τα παιδιά της να πράξουν το χρέος. Το ίδιο κάνει και ο Βαγγέλης. Αφήνει πίσω τη μικρομάνα σύζυγο Ευτυχία, τη δυο μηνών κόρη του Σπυριδούλα, τους γονείς και τις αδελφές, τους φίλους και συγχωριανούς, το εργαστήρι και τις παραγγελίες, τα όνειρα και τις χαρές. Πάνω απ’ όλα το χρέος για την πατρίδα, την πίστη, την ελευθερία, την τιμή, την οικογένεια. Ακολουθεί την πορεία, μετέχει στους αγώνες του ένδοξου 5ου Συντάγματος ως Δεκανέας του 5ου Λόχου, από τα Τρίκαλα μέχρι τον τελικό, το μοιραίο σκοπό, το ύψωμα 731.
Κατάρα, Μέτσοβο, Βρυσοχώρι, Πάδες, Αώος, Παλαιοχώρι, Κόνιτσα, Δέλβινο, Νοβοσέλινο, Κλεισούρα, 717, 731. Κάθε τόπος κι ένας Γολγοθάς. Αγώνας, θυσίες, νίκες. Ο Βαγγέλης Τσιάντας, όπως αναφέρει σε σχετική μελέτη του ο τέως σχολικός σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, Γιώργος Παπαβασιλείου, μάχεται με εθνικό πείσμα, όπως όλοι οι άνδρες του 5ου Συντάγματος, αλλά παράλληλα έχει το νου του, την καρδιά του πίσω στους δικούς του, στους γονείς του, Κωνσταντίνο και Ειρήνη, στη σύζυγό του και την κορούλα, στις αδελφές του, Λάμπρω και Παναγιώτα. Σε κάθε ευκαιρία και ανάπαυλα πιάνει το χαρτί και το μολύβι και γράφει σε όλους. Ρωτά κι ενδιαφέρεται για όλους κι όλα. Τους καθησυχάζει, όπως θα έκανε κάθε γενναίος.
Στις 12 Φεβρουαρίου του ’41 γράφει στον πατέρα του: «Σεβαστέ μου πατέρα …ότι δεν σας γράφω για κάλτσες, φανέλες… για λεφτά, αφού έχω αρκετά, να μην στεναχωριέστε καθόλου»
Τα ίδια επαναλαμβάνει στις 24 Φεβρουαρίου προς τον πατέρα του, στις 26 προς την αδελφή του, Λάμπρω. Την 1η και 5η Μαρτίου και πάλι προς τον πατέρα του. Το τελευταίο γράμμα του, προτού αφήσει την τελευταία του πνοή στο Ύψωμα 731 το γράφει στην κόρη του και τη σύζυγό του, η οποία το φύλαξε ως κειμήλιο ανεκτίμητο, μαζί με ακόμη πέντε, μέχρι τα στερνά της. Σαν να προαισθάνεται τη θυσία του, δύο ημέρες αργότερα και να θέλει να κλείσει τον κύκλο της γραφής και της ζωής, γράφει:
«Αλβανία τη 7 Μαρτίου 1941: Σύζυγέ μου Ευτυχία, Καλημέρα. Μάθε από υγείαν είμαι καλά, το αυτό ποθώ και δια λόγου σας να είσθε πάντα καλά, να χαίρομαι. Λοιπόν Ευτυχία, προ ημερών σας έστειλα και άλλην επιστολή και απάντησην δεν έλαβα. Δεν ξέρω γιατί δε μου γράφετε; Λοιπόν, μόλις θα λάβεις το γράμμα μου να μου γράψεις πως περνάτε εσείς αυτού, πρώτον από τροφήματα και δεύτερον από λεφτά αν έχετε και τρίτον εάν η αποθήκη έχει Αραβόσιτον, πώς έχεις τη Σπυριδούλα, αν μεγαλώνει και να προσέχεις καλά τη Σπυριδούλα. Τι άλλο να σου γράψω δεν γνωρίζω, δώσε τα δέοντα σε όλους τους δικούς σου, Θύμιο, Ελένη, σε όλους τους συγγενής. Ουδέν έχω να σου γράψω. Φιλώ τη Σπυριδούλα στα μάτια. Ο σύζυγος Ευάγγελος Τσιάντας».
Μάταια περίμεναν νέο γράμμα όλοι, νέα είδηση δεν έφτανε από τον γενναίο δεκανέα του 5ου Συντάγματος, που έπεσε για την πατρίδα την 9η Μαρτίου του ’41, ημέρα της Εαρινής Επίθεσης των Ιταλών. Την ίδια ημέρα έπεσε στο Χάνι και ο συγχωριανός του, στρατιώτης Κωνσταντίνος Μπρέλλας και την επόμενη ο στρατιώτης Απόστολος Εξηντάρας, στο ύψωμα Σεντέλι. Από τα γράμματα άλλων συγχωριανών του από το Μέτωπο- επισημαίνει ο κ. Παπαβασιλείου- μαθεύτηκε το δυσάρεστο μαντάτο. «Μαντηλοδέθηκε η κυρα Κατερίνη, η μάνα της Ευτυχίας, σαν έμαθε το κακό. Έδεσε την καρδιά της κόμπο και κράτησε το δάκρυ για το ανάμερο και το σκοτάδι», αναφέρει στη μελέτη του ο κ. Παπαβασιλείου. «Πονόδοντος είναι, μάτια μου, και μαντηλοδέθηκα μπουρμπούλι, κάποτε θα περάσει, ήταν η απάντηση στην Ευτυχία, που πρόσεξε την αλλαγή της. Γιορτή του Ευαγγελισμού του ’41 στη Μεσοχώρα, δεκαέξι ημέρες μετά τη θυσία του άνδρα της, η Ευτυχία μαθαίνει το δυσάρεστο νέο. Μαυροφορέθηκε, «πέτρωσε» την καρδιά της κι ορθοπόδησε, με μοναδικό σκοπό να εκπληρώσει την τελευταία παράκληση κι επιθυμία του συζύγου της: «… και να προσέχεις καλά τη Σπυριδούλα…».}[3]
ΚΆΠΟΙΟΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΈΣ ΤΟΥ ΥΨΏΜΑΤΟΣ 731
Αγγελίδης Ηλίας του Ελευθέριου, Στρατιώτης του 5ου ΣΠ. Φονεύθηκε στο ύψωμα 731 (ΒΔ Κλεισούρας) στις 14 Φεβρουαρίου 1941.
Αντωνάκης Στυλιανός του Νικολάου, Στρατιώτης του 67ου ΣΠ. Φονεύθηκε στο ύψωμα 731 (ΒΔ Κλεισούρας) στις 14 Απριλίου 1941.
Αραμπάμπασλης Θεόδωρος του Βασιλείου. Λοχίας του 67 ΣΠ. Γεννήθηκε στο Κιλκίς το 1911. Φονεύθηκε στο υψ. 731 στις 14 Απρ 1941.
Βασιλειάδης Αναστάσιος του Ιωάννη, Στρατιώτης του 19ου ΣΠ. Φονεύθηκε στο υψ. 731 (ΒΔ Κλεισούρας) στις 13 Μαρτίου 1941.
Βυθούλκας Αντώνης του Δημητρίου, Στρατιώτης του 19ου ΣΠ. Φονεύθηκε στο υψ. 731 ( ΒΔ Κλεισούρας) στις 19 Μαρτίου 1941.
Γαβριηλίδης Γεώργιος του Δημητρίου, Δεκανέας του 19ου ΣΠ. Φονεύθηκε στο υψ. 731 (ΒΔ Κλεισούρας) στις 19 Μαρτίου 1941.
Εμμανουηλίδης Δημήτριος του Εμμανουήλ, Δεκανέας του 67ου ΣΠ. Φονεύθηκε στο υψ. 731 (ΒΔ Κλεισούρας) στις 14 Απριλίου 1941.
Κοσμίδης Χρήστος, Δεκανέας του 13ου ΣΠ. Φονεύθηκε στο υψ. 731 (ΒΔ Κλεισούρας) στις 10 Μαρτίου 1941.
Δενδρινός Δημήτριος του Ιωάννη, Δεκανέας του 51ου ΣΠ. Φονεύθηκε στο υψ. 731 (ΒΔ Κλεισούρας) στις 5 Φεβρουαρίου 1941.
Δερβίσης Κωνσταντίνος του Ιωάννη, Στρατιώτης του 5ου ΣΠ. Φονεύθηκε στο υψ. 731 (ΒΔ Κλεισούρας) στις 9 Μαρτίου 1941.
Ζάρα Δαυίδ του Αρων, Στρατιώτης του 67ου ΣΠ. Φονεύθηκε στο υψ. 731 (ΒΔ Κλεισούρας) στις 30 Μαρτίου 1941.
Ζυγουμης Γεώργιος του Παναγιώτη, Στρατιώτης του 51ου ΣΠ. Φονεύθηκε στο υψ. 731 (ΒΔ Κλεισούρας) στις 28 Ιανουαρίου 1941.
Καιτσωτης Ηλίας του Περικλή, Στρατιώτης του 5ου ΣΠ. Φονεύθηκε στο υψ. 731 (ΒΔ Κλεισούρας) στις 24 Φεβρουαρίου 1941.
Καιτσωτης Ευάγγελος του Παναγιώτη, Στρατιώτης του 51ου ΣΠ. Φονεύθηκε στο υψ. 731 (ΒΔ Κλεισούρας) στις 29 Ιανουαρίου 1941.
Καρασούλης Στέργιος του Ιωάννη, Ανθυπολοχαγός του 5ου ΣΠ. Φονεύθηκε στο υψ. 731 (ΒΔ Κλεισούρας) στις 14 Μαρτίου 1941.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
- ΑΡΧΕΙΟ Δ.Γ. ΚΑΣΛΑΣ, «ΣΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940-41 – Ο τιτάνιος αγώνας στο ύψωμα 731 μέσα από το ημερολόγιο του Ταξίαρχου Δημήτρη Κασλά»
- ΥΨΩΜΑ 731, Η μεγάλη Επική Μάχη των Ελλήνων την Άνοιξη του 1941, Γεώργιος Τζουβάλας, Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας
- ΓΕΣ/ΔΕΚ «Στρατιωτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος» Αθήναι 1980 σ.161-162
ΠΗΓΕΣ:
- Cognosco Team
Παραπομπές:
- [1] ΑΡΧΕΙΟ Δ.Γ. ΚΑΣΛΑΣ, «ΣΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940-41 – Ο τιτάνιος αγώνας στο ύψωμα 731 μέσα από το ημερολόγιο του Ταξίαρχου Δημήτρη Κασλά»
- [2] Άγγελος Τερζάκης, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940-1941, Αθήναι 1964, σελ.177-178
- [3] https://tvxs.gr/news/ ( του Αποστόλη Ζώη )
*Του Κωνσταντίνου Αραμπάμπασλη (Ιστορικός)
- Έρευνα: Του Κωνσταντίνου Αραμπάμπασλη (Ιστορικός)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου