Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩΝ
Η Ιταλία, προκειμένου να καταστήσει την Τριπολίτιδα και την Κυρηναϊκή (τη σημερινή Λιβύη) αποικία της, στις 29 Σεπτεμβρίου 1911 κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που είχε την κυριαρχία αυτών των εδαφών. Παρά τις πρώτες επιτυχίες – από τις 5 ως τις 21 Οκτωβρίου είχε καταλάβει τα μεγαλύτερα παράκτια κέντρα – η επιχείρηση, καθώς οι αραβικές φυλές πρόβαλλαν αντίσταση, εξελίχθηκε σε μια τραγική αποικιακή σύγκρουση.
Για να εμποδιστεί ο ανεφοδιασμός των Αράβων πολεμιστών από τους Τούρκους, ο ιταλικός στόλος στις 28 Απριλίου 1912 κατέλαβε την Αστυπάλαια, στις 4 με 6 Μαΐου τη Ρόδο και τις επόμενες ημέρες, με εξαίρεση το Καστελλόριζο (Μεγίστη), τα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου, με τελευταία τη Σύμη (19 Μαΐου) και την Κω (20 Μαΐου). Η Ικαρία, που ως τότε είχε κοινή πορεία με αυτά, στις 17 Ιουλίου επαναστάτησε. Για τέσσερις μήνες παρέμεινε ως ξεχωριστή πολιτεία και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους την κατέλαβε ο ελληνικός στρατός. Οι Καστελλοριζιοί στις 2 Μαρτίου 1913, στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, κατάργησαν τις οθωμανικές αρχές και εγκατέστησαν δική τους προσωρινή διοίκηση. Στις 15/28 Δεκεμβρίου 1915 το Καστελλόριζο κατέλαβε η Γαλλία ως προγεφύρωμα των πολεμικών της επιχειρήσεων στην Κιλικία και Συρία, η οποία το 1920 το παραχώρησε στην Ιταλία. Η παράδοση πραγματοποιήθηκε την 1 Μαρτίου 1921.
Οι Ιταλοί το 1912 στη Δωδεκάνησο αρχικά εμφανίστηκαν ως ελευθερωτές.
Ο στρατιωτικός διοικητής αντιστράτηγος Giovanni Ameglio στον επικεφαλής της ελληνορθόδοξης κοινότητας μητροπολίτη Ρόδου Βενιαμίν επιφύλαξε μεγάλες τιμές. Στα αυτοδιοίκητα νησιά ανέθεσε τη διοίκηση στις δημογεροντίες. Στη Χάλκη στον πρώτο δημογέροντα Αντώνιο Διαμαντή και στη λοιπή δημογεροντία, στην Κάλυμνο στον προύχοντα Μεγκλή.
Στη Σύμη έδωσε την εντολή η δημογεροντία να εισπράττει τους φόρους, όπως στο παρελθόν, και, επιπλέον, να τους διαθέτει για τις ανάγκες του νησιού και στα φιλανθρωπικά καταστήματα. Στην Κάλυμνο, με την άδεια του ναύαρχου Presbitero, υψώθηκε, αντί της ιταλικής, σημαία κυανή με λευκό σταυρό, στη μέση, και έμβλημα τον Απόλλωνα Ήλιο. Ίδια σημαία κυμάτισε και στα νησιά Πάτμος, Λέρος, Κάσος, Τήλος. Κάρπαθος. Πρόκειται για την ονομαζόμενη συνθηματική ή σημαία της «ηγεμονίας» (της προσδοκώμενης αυτόνομης πολιτείας), που τον πρώτο καιρό σε αλλεπάλληλες εκδηλώσεις στη Ρόδο, σε εορτασμούς ιταλικού ή ελληνικού ενδιαφέροντος, υψώνονταν ανάμεσα στις δύο άλλες, την ιταλική και την ελληνική. Ο λαός της Ρόδου και των άλλων νησιών υποδέχτηκε τους Ιταλούς με ενθουσιασμό ως ελευθερωτές. Δεν παρέλειπε, όμως, με εκδηλώσεις και διά των εκπροσώπων του να υπογραμμίζει τους πόθους του. Ο Ameglio έδινε υποσχέσεις ότι τα νησιά δε θα επανέλθουν στο παλαιό καθεστώς και ότι θα παραχωρούνταν πολίτευμα, αν όχι όπως της Κρήτης, τουλάχιστο όπως της Σάμου. Όταν όμως στις 2-4/15-17 Ιουνίου οι αντιπρόσωποι των νησιών συνήλθαν στην Πάτμο και πρότειναν να συσταθεί με τη μεσολάβηση των Δυνάμεων Αυτόνομη Πολιτεία του Αιγαίου, οι ιταλικές αρχές φυλάκισαν αυτούς που τους επέδωσαν το ψήφισμα, δείχνοντας ξεκάθαρα ότι δεν είχαν φτάσει στη Δωδεκάνησο ως ελευθερωτές. Ανάλογα οι ιταλικές αρχές αντιμετώπισαν και όσους ασκούσαν επιστημονικό επάγγελμα και αρνούνταν να συμβιβαστούν με αυτές.
Στη διάρκεια του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου η Οθωμανική Αυτοκρατορία, για να είναι απερίσπαστη, αναγκάστηκε να υπογράψει στις 18 Οκτωβρίου 1912 στο προάστιο της Λωζάννης Ouchy, συνθήκη με την Ιταλία. Με αυτή η πρώτη αποδεχόταν την προσωρινή ιταλική κατοχή στη Δωδεκάνησο. Τα δύο κράτη αναλάμβαναν την υποχρέωση, όταν τούτο είναι εφικτό, της αμοιβαίας αποχώρησης, η πρώτη από την Κυρηναϊκή και Τριπολίτιδα και η δεύτερη από τα κατεχόμενα νησιά. Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, για να μετάσχει η Ιταλία στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, στις 26 Απριλίου 1915, ανάμεσα στην πρώτη και στα μέλη της Αντάντ, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, υπογράφτηκε η μυστική συνθήκη του Λονδίνου. Με το άρθρο 2 η προσωρινή ιταλική κατοχή στη Δωδεκάνησο μετατρεπόταν σε κυριαρχία. Μετά το τέλος του πολέμου, με τη συμφωνία Βενιζέλου – Tittoni, στις 16/29 Ιουλίου 1919 στο Παρίσι, η Ιταλία παραχωρούσε τη Δωδεκάνησο στην Ελλάδα. Κρατούσε μόνο τη Ρόδο, με την υποχρέωση εντός δύο μηνών να παράσχει σ’ αυτή ευρεία αυτονομία. Η συμφωνία όμως δεν εφαρμόστηκε. Επακολούθησε η καταγγελία της συμφωνίας από τη νέα ιταλική κυβέρνηση τον Ιούλιο του 1920, η υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών για τη Δωδεκάνησο στις 10 Αυγούστου 1920 με ανάλογο περιεχόμενο προς αυτό της συμφωνίας Βενιζέλου – Tittoni και νέα καταγγελία από το νέο φασιστικό, ιταλικό καθεστώς στις 8 Σεπτεμβρίου 1922. Τελικά οι εξελίξεις στη Μικρά Ασία. από τις οποίες προέκυψε το εθνικό τουρκικό κράτος, οδήγησαν στην υπογραφή της νέας συνθήκης ειρήνης στη Λωζάννη στις 24 Ιουλίου 1923. Με το άρθρο 15, η Τουρκία παραιτήθηκε από τα παλαιά της δικαιώματα στη Δωδεκάνησο υπέρ των ενδιαφερομένων. Η Ιταλία αρνήθηκε κάθε συζήτηση για παραχώρηση των νησιών στην Ελλάδα και με την ανοχή της Αγγλίας και Γαλλίας επέβαλε το δικό της ιδιότυπο καθεστώς. Με το όνομα Ιταλικά Νησιά του Αιγαίου (Isole llaliane dell’ Egco) τα θεώρησε κτήση, που δε σήμαινε ούτε μητροπολιτικό έδαφος ούτε αποικία.
Το χρονικό διάστημα από το 1912 ως το 1923 για τους Ιταλούς υπήρξε μια περίοδος σχετικής αβεβαιότητας. Τα νησιά παρέμειναν υπό στρατιωτική διοίκηση, η οποία, μολονότι οι ενέργειες της κατέτειναν στην ενσωμάτωση, δεν προχώρησε σε ουσιώδεις πολιτικές πράξεις. Από την υπογραφή, όμως, της συνθήκης της Λωζάννης και ως το 1943 η ιταλική πολιτική στα νησιά άλλαξε ριζικά. Οι κυβερνήτες (governatori), ο Mario Lago αρχικά (1924-1936) και ο Cesare De Vecchi (1936-1940) στη συνέχεια, στο πλαίσιο των γραμμών που χαράσσονταν στη Ρώμη, προχώρησαν, κυρίως ο δεύτερος, σε μια σειρά από πολιτικές πράξεις, που απέβλεψαν στην οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ενσωμάτωση των νησιών στην Ιταλία. Έδρασαν με γνώμονα τη φασιστική ιδεολογία και τις επεκτατικές θεωρίες για ανασύσταση του ρωμαϊκού κόσμου (romanita) στις βάσεις ενός νέου λατινικού πολιτισμού (nuova latinita).
Το 1926 από τον Lago είχε εισαχθεί στα ελληνικά σχολεία η ιταλική ως υποχρεωτικό μάθημα. Το 1928, όπως επί των Ιπποτών, από τον πάπα συστήθηκε καθολική αρχιεπισκοπή Ρόδου. Στο μεταξύ είχε αρχίσει και η διαδικασία για την αναγνώριση, από το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, αυτοκέφαλης εκκλησίας Δωδεκανήσου. Το 1932 επιβλήθηκε η ιταλική νομοθεσία και η σύμφωνα με αυτή εκδίκαση των δικαστικών υποθέσεων. Ο De Vecchi, όμως, παρά τις μεθοδεύσεις του προκατόχου του, που απέβλεπαν στο σταδιακό αφελληνισμό των νησιών, στην από 17 Ιανουαρίου 1937 έκθεσή του προς τον υπουργό των Εξωτερικών της Ιταλίας, διαπίστωνε ότι έλειπε μια πραγματική φασιστική αγωγή, που έπρεπε να ξεκινάει από τα σχολεία όλων των βαθμίδων, από τις νεολαιίστικες οργανώσεις, την οργάνωση του μετά την εργασία χρόνου και την καλλιέργεια, μέσα από αυτούς τους θεσμούς, του τρόπου ζωής που ανέδειξε η επανάσταση των γνήσιων εκείνων φασιστών με τα μαύρα πουκάμισα (camicic nere).
Ο νέος κυβερνήτης, ως προς τα δικαιώματα των ορθόδοξων (ας σημειωθεί ότι ως Έλληνες δεν αναφέρονται σε κανένα ιταλικό κείμενο της περιόδου), με αγανάκτηση διαπίστωνε ότι οι αντιλήψεις του προκατόχου του ήταν «φιλελεύθερες». Ως την ημέρα της άφιξής του γινόταν δεκτό ότι το ορθόδοξο στοιχείο, που αποτελούσε τα 8/10 του πληθυσμού, μπορούσε να απολαμβάνει την ονομαζόμενη τοπική αυτονομία και τις εκλογικές ελευθερίες. Εξαίρεση αποτελούσαν οι τέσσερις δήμοι των πόλεων της Ρόδου και Κω, του Πορτολάγο (Λακκί στη Λέρο) και του Πεβεράνιο (στη Ρόδο, από το 1954 Καλαμιώνας), στη διοίκηση των οποίων κυριαρχούσαν Ιταλοί με πλήρη υπηκοότητα. Στους άλλους τα δημοτικά συμβούλια και οι δήμαρχοι εκλέγονταν με εκλογικά συστήματα, που ο Ιταλός κυβερνήτης χαρακτηρίζει αναχρονιστικά. Τα κριτήρια εκλογής, όπως λέει, ακόμη και στα πιο μικρά αγροτικά κέντρα, ήταν φυλετικά και θρησκευτικά. Οι εκπρόσωποί των κοινοτήτων αυτών είχαν την τάση αυτόνομης δράσης, αποδέσμευσης από την κρατική εξουσία και διαπραγμάτευσης με την κυβέρνηση των Νησιών σχεδόν ως ίσοι προς ίσους. Διατηρούσαν μάλιστα, ως εγγύηση αυτονομίας και δύναμης, αξιόλογες καταθέσεις στο εξωτερικό.
Ανήσυχος ήταν ακόμη ο De Vecchi και για τις μυστικές σχέσεις ανάμεσα στο πατριαρχείο, τον αποκρισάριο (αντιπρόσωπο στη Δωδεκάνησο) της Αθήνας και τους τέσσερις μητροπολίτες Ρόδου, Κω, Λέρου και Κάλυμνου, Καρπάθου και Κάσου. Εξαιτίας όλων αυτών, [έγραφε στην έκθεσή του], δε βρισκόταν διέξοδος στο ζήτημα, το οποίο είχε προκληθεί με το έγγραφο του προκατόχου του που απέβλεπε στη δημιουργία Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Δωδεκανησιακής Εκκλησίας. Αλλά η κατάσταση ήταν πολύ πιο σοβαρή. Εκείνο που εμπόδισε την ανακήρυξη της εκκλησίας σε αυτοκέφαλη ήταν οι έντονες αντιδράσεις του δωδεκανησιακού λαού. Οι Καλύμνιοι μάλιστα, μια συμπαγής κοινότητα με μεγάλες αντιστάσεις, το 1935, εν μέσω επεισοδίων και αιματηρών συγκρούσεων, έκλεισαν τις εκκλησίες και αποκήρυξαν το μητροπολίτη τους, που, υποκύπτοντας στις ιταλικές πιέσεις, είχε ταχθεί υπέρ του αυτοκέφαλου. Οι εκκλησίες άνοιξαν, όταν το 1937 το πατριαρχείο υπήγαγε την Κάλυμνο στη μητρόπολη της Κω (1937-1947). Αυτή τη συμβιβαστική λύση είχε προτείνει και ο De Vecchi, για να λήξει η «ανταρσία» στην Κάλυμνο. Οι κάτοικοι, εξάλλου, όπως έλεγε στην έκθεσή του, σ’ όλη την Κάλυμνο και σε πολλά άλλα νησιά και οι σε πλήρη επαγρύπνηση θρησκευτικοί κύκλοι στην Ελλάδα, πίστευαν ακράδαντα ότι με το αυτοκέφαλο επιδιωκόταν η υπαγωγή των Δωδεκανησίων στον καθολικισμό. Γι’ αυτό, προς εκτόνωση της ζωηρής ανησυχίας και σε πλήρη υποχώρηση ο ίδιος, θεωρούσε προτιμότερο να δοθεί κάθε εγγύηση στη δωδεκανησιακή ορθόδοξη εκκλησία για άσκηση του πνευματικού της έργου χωρίς παρεμβάσεις της κοσμικής εξουσίας. Και αποδεχόταν την πλήρη απόσπασή της από το κράτος. Σ’ αυτή τη σθεναρή στάση των Δωδεκανησίων είχε στηριχτεί και το πατριαρχείο, όταν ζήτησε, για να επιτρέψει το αυτοκέφαλο, τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος.
Στην κυβέρνηση της κτήσης η Ιταλία χορήγησε ειδική νομοθετική και τελωνειακή αυτονομία και στους κατοίκους, Έλληνες, Τούρκους και Εβραίους, απένειμε την ονομαζόμενη μικρή ιταλική ιθαγένεια. Όλοι αυτοί το 1936 ξεπερνούσαν τα 12/13 του συνολικού πληθυσμού. Ακόμη το νέο καθεστώς, για να ενισχύσει την θέση του, όπως παλαιότερα και οι Ιππότες, προσπάθησε να προσελκύσει έποικους από την Ιταλία και Λεβαντίνους από την Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και άλλες πόλεις της Ανατολής. Το 1940 80% ήταν Έλληνες, 10% καθολικοί, 6% Τούρκοι (στη Ρόδο και (στην Κω), 1.6% Εβραίοι (στις πόλεις της Ρόδου και της Κω) και ένα 0.4% Αρμένιοι κ. ά. Η ανελεύθερη πολιτική, η ανεργία, τα χαμηλά ημερομίσθια, η οικονομική πολιτική που ασκήθηκε, η ευνοϊκή αντιμετώπιση των καθολικών και όσων συνεργάστηκαν με το καθεστώς και τους απονεμήθηκε η μεγάλη ιθαγένεια προκάλεσαν, μολονότι η τάση ήταν αυξητική, τη μείωση του πληθυσμού. Παρά τις απαγορεύσεις, πολλοί Έλληνες μετανάστευσαν στην Ελλάδα, την Αίγυπτο και την Αμερική, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έφυγαν στη διάρκεια του πολέμου για τη Μέση Ανατολή. Αρκετοί Τούρκοι, λόγω του Ιταλοτουρκικού Πολέμου και του Δευτέρου Παγκοσμίου, προτίμησαν να περάσουν στην απέναντι ακτή. Οι Εβραίοι, που ευνοήθηκαν αρχικά στην άσκηση των δραστηριοτήτων τους, στο τέλος της περιόδου, εξαιτίας της πολιτικής του Άξονα και της γερμανικής κατοχής, αποδεκατίστηκαν.
Μεγαλύτερες πληθυσμιακές απώλειας είχαν η Σύμη, το Καστελλόριζο, η Κάσος και η Χάλκη. Οφείλονταν και στην κάμψη της ναυτιλίας και της σπογγαλιείας. Η Αστυπάλαια, η Τήλος και η Πάτμος, με τις στοιχειώδεις δυνατότητες της οικονομίας της αυτοκατανάλωσης, έχασαν, μετά το 1912, μόνο την καθαρή αύξηση του πληθυσμού. Στη Ρόδο, Κω και Λέρο, παρά τη διαρροή, ο πληθυσμός αυξήθηκε εξαιτίας της εγκατάστασης καθολικών, της κατασκευής στρατιωτικών και ναυτικών εγκαταστάσεων και της έλευσης εργατών από τη Σύμη, την Κάλυμνο, τη Χάλκη και άλλα νησιά. Μόνο στη Λέρο, όπου και ναύσταθμος, την πενταετία πριν το 1940 στάθμευαν 20.000 ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις. Ο πληθυσμός της Δωδεκανήσου από 143.482 που ήταν το 1912, κατά τη συνθηκολόγηση το 1945 ήταν μικρότερος από 110.000.
Σε μια πρώτη προσέγγιση, αυτή η «έξοδος του πληθυσμού», φαίνεται ακατανόητη. Ο νέος κυρίαρχος των νησιών, έναντι του προηγουμένου, αποτελούσε κράτος εκσυγχρονισμένο. Διέθετε ανθρώπους με τεχνολογική εμπειρία και γνώση, με επιστημονική κατάρτιση, με ικανότητα ορθολογικής οργάνωσης της παραγωγής και των υπηρεσιών και με δυνατότητα επένδυσης κεφαλαίων. Το Ιταλικό Κράτος, για να υπάρξει ανάπτυξη, αν και απέφυγε να διαθέσει ποσά του κρατικού προϋπολογισμού, πρόσφερε δασμολογικές, διοικητικές και τραπεζικές διευκολύνσεις. Από αυτές, όμως, μπορούσαν να επωφεληθούν μόνο οι Ιταλοί.
Στα εύφορα γεωργικά νησιά Ρόδος, Κως, Κάρπαθος, Λέρος, Τήλος και Νίσυρος η καλλιέργεια της γης γινόταν με τις παραδοσιακές τεχνικές και μεθόδους. Οι Ιταλοί κατέλαβαν 15 ζώνες, 12 στη Ρόδο και 3 στην Κω, σε περιοχές με την αποδοτικότερη γη, έκτασης 12.000 εκτάριων (1 εκτάριο = 10.000 μ2), δημιούργησαν τέσσερα χωριά στη Ρόδο και ένα στην Κω και επιχείρησαν με την εγκατάσταση εποίκων από την Ιταλία να πετύχουν μεγαλύτερες και καλύτερες αποδόσεις. Σε μια από αυτές τις ζώνες, στο χωριό Πεβεράνιο (σήμερα Καλαμώνας), 15 χλμ. από τη Ρόδο, έκτασης 3.000 εκταρίων, οι ιδιόκτητες εξώσθηκαν, σύμφωνα με τον De Vecchi, «με πολύ συζητήσιμο τρόπο, που βέβαια δεν επιδοκιμάζει ο Φασισμός και είναι λιγότερο παρά ποτέ έξω από την αυτοκρατορική πολιτική της μουσολινικής Ιταλίας». Η ενέργεια, που δεν πρόσφερε καμιά ωφέλεια στο ιταλικό κράτος και στην τοπική κυβέρνηση, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στον τύπο άλλων χωρών, όπως, επίσης, δικαστικές ενέργειες και κάθε είδους παράπονα και διαμαρτυρίες. Η Ανώνυμη Εταιρεία Φρούτο – καλλιέργειας Ρόδου, που εγκαταστάθηκε στο Πεβεράνιο, από τα 3.000 εκτάρια, κατόρθωσε να αξιοποιήσει μόνο τα 500. Αν και υπήρξαν βελτιώσεις στην παραγωγή ροδάκινων, βερίκοκων, επιτραπέζιων σταφυλιών, εσπεριδοειδών και αχλαδιού, το 1936 η επιχείρηση είχε μεγάλο παθητικό. Αλλά και τέσσερα άλλα αγροκτήματα, δύο στη Ρόδο και δύο στην Κω, συνολικής έκτασης 930 εκταρίων, τα μόνα που είχαν τεθεί σε λειτουργία με ανάλογες προθέσεις, δεν πήγαιναν καλά. Και τα πέντε ήταν αντιοικονομικά για το κράτος και δεν μπορούσαν να απασχολήσουν, πέρα των ήδη εργαζομένων, περισσότερα από 1.000 ακόμη άτομα. Έτσι, όμως, το αγροτικό πρόβλημα έμενε άλυτο. Όπως υποστήριζε ο De Vecchi στην έκθεσή του, αυτό ήταν το πρώτιστο αν όχι το αποκλειστικό πρόβλημα, για τη βελτίωση της ζωής του αγροτικού πληθυσμού, που ζούσε στη «μαύρη φτώχεια». Για να αποδώσουν οι βασικοί αγροτικοί τομείς της ελαιοκαλλιέργειας, της αμπελοκαλλιέργειας και της εκτροφής των ζώων, όπως και οι δευτερεύοντες τομείς – αυτά τα χρόνια – της σιτοκαλλιέργειας και φρουτοκαλλιέργειας, απαιτούνταν ευρύτερος εκσυγχρονισμός των καλλιεργητικών μεθόδων, κρατική μέριμνα και κεφάλαια, γιατί τα όσα είχαν γίνει ως τότε δεν είχαν σπουδαία αποτελέσματα.
Μια άλλη δραστηριότητα, η ιχθυαλιεία, διερχόταν κρίση. Και τούτο γιατί γινόταν με παραδοσιακές μεθόδους και μέσα ή με ανεμότρατες που από έλλειψη πείρας δεν είχαν ακόμη αποδώσει και γιατί η αλιεία είχε απαγορευθεί στα μικρασιατικά παράλια. Κάλυπτε τις ανάγκες της τοπικής αγοράς, λόγω όμως των χαμηλών τιμών δεν ικανοποιούσε τα εισοδήματα των πολλών απασχολουμένων με αυτή.
Η σπογγαλιεία στην Κάλυμνο και στη Σύμη αλλά και στο Καστελλόριζο και στη Χάλκη στα πρώτα χρόνια της ιταλικής περιόδου σημείωσε μεγάλη κάμψη. Τα σπογγαλιευτικά σκάφη, που στο παρελθόν ήταν πολλές εκατοντάδες, μειώθηκαν σε δεκάδες, οι σπογγαλιείς από 8.000 σε 700 και το συνάλλαγμα από 300.000 χρυσές λίρες σε 150.000 χάρτινες. Ενώ, προηγουμένως, το οθωμανικό δημόσιο, μερικές χρονιές, [με όρο 20c/c επί της αξίας] εισέπραττε μέχρι και 17 εκατ. γρόσια, επί ιταλικής στρατιωτικής κατοχής η είσπραξη μειώθηκε μόλις σε 15 χιλιάδες. Οι ιταλικές αρχές απαγόρευσαν τη χρήση από τους σπογγαλιείς σκάφανδρων, επειδή αυτά, διευκολύνοντας την κάθοδο σε μεγάλα βάθη, γίνονταν αιτία πολλών θανάτων. Η απαγόρευση, που παρουσιάστηκε ως μέτρο κοινωνικής προστασίας, περισσότερο απέβλεψε στην ενίσχυση της ιταλικής σπογγαλιείας στα νερά της Λιβύης, στα οποία δραστηριοποιούνταν και οι Δωδεκανήσιοι. Αλλά η κάμψη οφειλόταν και σε άλλες αιτίες: στην εξάντληση των σπογγοφόρων περιοχών, στην ανταγωνιστική οργάνωση της αμερικανικής αλιείας και επεξεργασίας των σπόγγων, στην τουρκική σπογγαλιεία, στην οικονομική κρίση, στη μονοπωλιακή οργάνωση της αγοράς σε ευρωπαϊκά κέντρα και στην κακή οργάνωση των επιχειρήσεων.
Το ιταλικό καθεστώς το απασχόλησε και ο δευτερογενής τομέας της οικονομίας.
Δημιουργήθηκαν εταιρείες ηλεκτροδότησης. Αυτές, με εξαίρεση της Σύμης και του Καστελόριζου, ήταν ιταλικές, όπως η ημικρατική SIER που είχε και την τηλεφωνία. Ημικρατική ήταν και η ιταλική καπνοβιομηχανία ΤΕΜΙ. Η ιταλική εταιρεία CAIR οινοποιίας και οινοπνευματοποιίας με εγκαταστάσεις στη Ρόδο και στην Κω, όπως και σύγχρονο ελαιουργείο στη Ρόδο. Αλευροβιομηχανία στη Ρόδο. Ιταλική βιομηχανία κεραμικών τέχνης στη Ρόδο, που μιμούνταν τα κεραμικά της αρχαίας Λίνδου. Ιταλοαγγλική εταιρεία θειαφιού στη Νίσυρο. Ελληνική και ιταλική ξυλουργική βιομηχανία στη Ρόδο. Ιταλική εταιρεία οικοδομικών υλικών (τούβλων, κεραμιδιών κτλ.), που η πρώτη της ύλη προερχόταν από τις μάργες αργίλου της Ρόδου και Καρπάθου. Ανατολικού τύπου τάπητες κατασκευάζονταν στα χωριά της Ρόδου, ενώ στην Κάλυμνο λειτουργούσε και σχολή. Πολλές ατό τις παραπάνω εταιρείες πραγματοποίησαν κέρδη και γιατί πρόσφεραν νέα ανταγωνιστικά προϊόντα στην αγορά και γιατί, χάρη στο καθεστώς, αγόραζαν την πρώτη ύλη σε πολύ χαμηλές τιμές και κατέβαλλαν στους ντόπιους εργάτες πολύ χαμηλά ημερομίσθια. Οι παραγωγικές σχέσεις που κυριάρχησαν δε διέφεραν από τις αποικιακές. Η ανάπτυξη των ιταλικών επιχειρήσεων έπληξε τις ελληνικές. Οι παραδοσιακές μονάδες, όπως τα βυρσοδεψεία, ελαιοτριβεία, οινοποιεία κτλ. εξαιτίας και της ιταλικής πολιτικής, εισήλθαν σε περίοδο κρίσης.
Ένας άλλος τομέας, ο τουρισμός κίνησε το ενδιαφέρον του ιταλικού καθεστώτος.
Πρόθεση υπήρξε ανάδειξης της Ρόδου στο μεγαλύτερο τουριστικό κέντρο της περιοχής. Το κλίμα, η φυσική ομορφιά, η θάλασσα, το βουνό, οι ιαματικές πήγες της Καλλιθέας, τα μνημεία του παρελθόντος, το αξιοσημείωτα χαμηλό κόστος ζωής, οι νέοι δρόμοι, τα ξενοδοχεία καθιστούσαν τη Ρόδο ελκυστική στους τουρίστες. Όλα αυτά, σύμφωνα με ιταλική πηγή του 1934, «επιτρέπουν να θεωρηθεί ο τουρισμός ως η σημαντικότερη πηγή της μελλοντικής νησιωτικής οικονομίας». Οι τουρίστες το 1933 έφτασαν τις 50.000 και οι κρουαζιέρες τις 50. Η Ρόδος προσέλκυε κυρίως Αιγυπτιώτες μέσου εισοδήματος. Με πιο υψηλό εξοπλισμό μάλιστα θα μπορούσε να απευθυνθεί και στα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα και με τις ανασκαφές και δημοσιογραφικές εκλαϊκεύσεις επιστημονικών μελετών σχετικών με τους πολιτισμούς χιλιετιών θα τραβούσε την προσοχή και των πιο καλλιεργημένων. Για το σκοπό αυτό και για την ιδεολογική στήριξη και προβολή του καθεστώτος μετακλήθηκαν επιστήμονες από την Ιταλία, οργανώθηκαν υπηρεσίες και, βιβλιοθήκες, που διευκόλυναν τις ιστορικές σπουδές και τις αρχαιολογικές ανασκαφές. Αρκετοί Ιταλοί επιστήμονες παρήγαγαν αξιόλογο έργο, με το οποίο, και όταν ακόμη δεν ήταν στις προθέσεις τους, εξυπηρέτησαν το καθεστώς και τις επιδιώξεις του. Όπως πάντοτε η αποικιοκρατία με το μανδύα του εκπολιτιστή επιχειρούσε να αποκρύψει την καταπίεση και της οδυνηρές συνέπειες της κατάκτησης.
Για τις ανάγκες της ιταλικής διοίκησης και για τη στέγαση των υπαλλήλων και των εποίκων χτίστηκαν κτήρια. Τα δημόσια, όπως το κυβερνείο, σύμφωνα και με την αισθητική του τότε ιταλικού καθεστώτος, απέβλεψαν στον εντυπωσιασμό και στην προβολή του μεγαλείου που υποτίθεται ότι συνόδευε το καθεστώς. Δαπανήθηκαν χρήματα, πολλά, όμως, εξοικονομήθηκαν με την προμήθεια φτηνών ντόπιων υλικών και την καταβολή χαμηλών ημερομισθίων.
Το δωδεκανησιακό εμπόριο πριν το 1912 ήταν στραμμένο προς τα μικρασιατικά παράλια και ιδιαίτερα στη Σμύρνη, απ’ όπου γίνονταν προμήθειες δυτικών εμπορευμάτων. Με την ιταλική κατάκτηση η Ρόδος συνδέθηκε και πάλι με τη Δύση, όπως επί Ιπποτών. Από τα ιταλικά λιμάνια, με σύγχρονα πλοία, έφταναν τα εμπορεύματα στη Ρόδο, που όπως και στο παρελθόν ήταν κέντρο διανομής προς τα άλλα νησιά και κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου προς την Ανατολή. Σε εμπορική κίνηση ακολουθούσαν, κατά σειρά, η Κως, Κάλυμνος, Λέρος και Σύμη, ενώ μικρότερη ήταν η κίνηση στα άλλα νησιά. Καθώς οι εισαγωγές ξεπερνούσαν τις εξαγωγές, το παθητικό του εμπορικού ισοζυγίου καλυπτόταν από τους άδηλους πόρους, τα μεταναστευτικά εμβάσματα και τον τουρισμό. Το επάγγελμα του εμπόρου στις πόλεις της Ρόδου και της Κω ασκούσαν κατά παράδοση κυρίως Έλληνες και Εβραίοι και σ’ όλη την άλλη Δωδεκάνησο Έλληνες. Με την πολιτική των ιταλικών αρχών, την εμφάνιση από τη δεκαετία του 1920 ιταλικών εμπορικών επιχειρήσεων, κυρίως αντιπροσωπιών, και τη συγκέντρωση του χονδρεμπορίου σ’ ένα σημαντικό εβραϊκό εμπορικό οίκο με θυγατρικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη και στην Ανατολή, οι άλλοι έμποροι ζημιώθηκαν και γνώρισαν τη δυσμενή μεταχείριση των ιταλικών αρχών.
Από το 1930 προκάλεσε ανησυχία στη δωδεκανησιακή αγορά, αλλά και στα κράτη όλου του κόσμου, η εμφάνιση ιαπωνικών βαμβακερών υφασμάτων (ντριλιών), που πωλούνταν σε απίστευτα χαμηλές τιμές. Το νέο προϊόν ερχόταν από την Αλεξάνδρεια, λιμάνι συγκέντρωσης και διανομής των προϊόντων της Άπω Ανατολής. Άλλοι προμηθευτές της δωδεκανησιακής αγοράς ήταν η Ρουμανία (πετρέλαιο, ξυλεία για κατασκευές), η Τσεχοσλοβακία (ζάχαρη, γυαλικά, πορσελάνες), το Βέλγιο (σίδηρος), η Γιουγκοσλαβία (τσιμέντο), η Γαλλία (μεταξωτά ενδύματα και άλλα είδη μόδας), η Αγγλία (μάλλινα ενδύματα και μηχανές), η Γερμανία (μπίρα, χαρτί, μέταλλα), η Αίγυπτος (ρύζι, δημητριακά, φυτικά έλαια, γλυκίσματα). Από την Τουρκία και την Ελλάδα, που κατά παράδοση, ως γειτονικές χώρες, είχαν εμπορικές συναλλαγές με τη Δωδεκάνησο, εισάγονταν ζώα, βούτυρα, ανατολικά τυριά και πολλά άλλα εμπορεύματα σε μικρές ποσότητες. Μεγάλο μέρος των εξαγόμενων δωδεκανησιακών προϊόντων είχαν προορισμό την Αίγυπτο, που δεν απείχε περισσότερο από είκοσι ώρες θαλάσσιου ταξιδιού και διέθετε εύπορο ευρωπαϊκό αγοραστικό κοινό. Σε εισαγωγές από τη Δωδεκάνησο προηγούνταν από την Αίγυπτο, λόγω ευνοϊκών δασμών, μόνο η Ιταλία και, κατά σειρά, ακολουθούσαν η Ελλάδα, η Τουρκία η Γαλλία και η Αγγλία. Τα προϊόντα που εξάγονταν ήταν: σφουγγάρια φρούτα, κηπευτικά και λαχανικά, κοινά και πολυτελή κρασιά, ελαιόλαδο, τάπητες, κεραμικά, οικοδομικά υλικά κ.ά. Το διαμετακομιστικό εμπόριο της Ρόδου στην ιταλική περίοδο είχε μειωθεί αισθητά. Ωστόσο, κάποια εμπορεύματα της Ανατολής, όπως ξυλεία δρυός, σουσάμι. ξερά φρούτα, φύλλα δάφνης, φλοιός πεύκης κ. ά., εξακολουθούσαν να φτάνουν στην Ρόδο με ιστιοφόρα και από εκεί, ύστερα από συσκευασία, να στέλνονται στην Ευρώπη.
Το λιμάνι της Ρόδου, στην ιταλική περίοδο, συνέδεαν πλοία, που πραγματοποιούσαν κανονικά εβδομαδιαία δρομολόγια, με τα ιταλικά λιμάνια της Αδριατικής και του Τυρηννικού Πελάγους, καθώς και με όλα τα μεγάλα λιμάνια της Ανατολής. Το Μπρίντιζι ήταν το λιμάνι εξυπηρέτησης των επιβατών, ενώ κυρία εμπορικά λιμάνια ήταν η Τεργέστη. Βενετία και Γένοβα. Οι ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες διεξάγονταν με εβδομαδιαία δρομολόγια ατμόπλοιων που συνέδεαν τη Ρόδο με τα μικρότερα νησιά της Δωδεκάνησου και τον Πειραιά. Υπήρχε και αεροπορική γραμμή Ρόδου – Ρώμης μέσω Αθήνας και Μπρίντιζι. Το ταξίδι αυτό, με τους ενδιάμεσους σταθμούς, διαρκούσε δέκα ώρες.
Στην ιταλική περίοδο, στη Ρόδο και στην Κω αναπτύχθηκε το οδικό δίκτυο. Σύμφωνα με μια ιταλική πηγή, ενώ ως το 1922 υπήρχαν λίγοι και κακοί δρόμοι, τα επόμενα χρόνια ως το 1934 στη Ρόδο κατασκευάστηκαν 400 χλμ., τα 50 επιστρωμένα με άσφαλτο. Σύμφωνα με άλλη ιταλική πηγή, του 1932, στη Ρόδο και στην Κω συνολικά κατασκευάστηκε οδικό δίκτυο περίπου 700 χλμ. Μεταγενέστερη ελληνική πηγή χαρακτηρίζει το οδικό δίκτυο άρτιο. Και άλλη ελληνική, επίσημη αυτή, ότι το 1947 αυτό σ’ όλη τη Δωδεκάνησο είχε μήκος 890 χλμ., από τα οποία 130 ασφαλτοστρωμένα. Στο ίδιο χρονικό διάστημα τα αυτοκίνητα από λίγα το 1922 έφτασαν τα 400.
Οι Ιταλοί στη Δωδεκάνησο από το 1912 ως το 1943 συνέδεσαν για δικό τους όφελος την πόλη της Ρόδου, της Κω και της Λέρου, όπως και επιλεγμένες αγροτικές ζώνες εποίκων Ιταλών, ως ένα βαθμό, με τις τεχνολογικές και άλλες κατακτήσεις των τεσσάρων πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Το ελληνικό όμως στοιχείο, που από την απώτατη αρχαιότητα κατοικούσε στα νησιά, δεν αποδέχθηκε την ιταλική κυριαρχία. Αισθάνθηκε μάλιστα ότι ο νέος κατακτητής, σε εποχή κοσμογονικών αλλαγών, του στέρησε τη δυνατότητα ένωσης με την Ελλάδα, η οποία με τους Βαλκανικούς Πολέμους προσάρτησε, μαζί με άλλα εδάφη, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (συνθήκες Λονδίνου και Βουκουρεστίου το 1913) και μετά το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου νέα εδάφη (συνθήκη των Σεβρών το 1920). Ο διεθνής, εξάλλου, παράγοντας και κατά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης (1923) θεώρησε την παρουσία των Ιταλών στη Δωδεκάνησο ως προσωρινή κατοχή. Στα χρόνια που ακολούθησαν, καθώς η Ελλάδα δεν μπορούσε να ανατρέψει την κατάσταση, το βάρος, για να παραμείνει το ζήτημα ανοιχτό, έπεσε στον ανεπίσημο παράγοντα. Κυρίως στις οργανώσεις των Δωδεκανησίων της Αθήνας, της Αιγύπτου, της Αμερικής κτλ., που ανέπτυξαν μεγάλη δράση, και στους ίδιους τους κατοίκους των νησιών. Οι τελευταίοι στην πίεση των ιταλικών αρχών αντέδρασαν με δύο τρόπους, είτε μεταναστεύοντας είτε, προασπιζόμενοι τους παραδοσιακούς τους θεσμούς: τις κατά τόπους κοινότητες, τη θρησκευτική κοινότητα (το ορθόδοξο millet της οθωμανικής περιόδου), τα ελληνικά σχολεία κτλ. Η αδυναμία των ιταλικών αρχών να επιλύσουν οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, σε καιρούς μάλιστα διεθνούς οικονομικής κρίσης, οι επαχθείς φόροι, οι πολύ χαμηλές τιμές των ντόπιων προϊόντων, η αμοιβή των εργατών με πολύ χαμηλά ημερομίσθια, η ανεργία, η αντικατάσταση των αιρετών εκπροσώπων των κοινοτήτων με διορισμένους, η απαγόρευση δημόσιων θρησκευτικών τελετών, το κλείσιμο των ελληνικών σχολείων, η στέρηση του δικαιώματος άσκησης επιστημονικού επαγγέλματος χωρίς ιταλικό πτυχίο, η αυταρχική συμπεριφορά, η φασιστική προπαγάνδα και συμπεριφορά, η τρομοκρατία, οι διώξεις για πατριωτική δράση, οι φυλακίσεις, οι απελάσεις, οι εκτελέσεις, όπως ήταν επόμενο, έκαναν το ιταλικό καθεστώς άκρως εχθρικό και ανεπιθύμητο.
Τη δωδεκανησιακή ζωή επηρέασε σοβαρά από πολιτική, κοινωνική και οικονομική άποψη ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος (1939-1945), η σύγκρουση, στο πλαίσιο αυτού του πολέμου, στη Βόρεια Αφρική των Γερμανών και Ιταλών με τους Βρετανούς (1940 – 1943) και τους Αμερικανούς (1942 – 1943), ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος (28 Οκτωβρίου 1940 – 27 Απριλίου 1941) η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα (6 Απριλίου 1941), η Κατοχή στην Ελλάδα Γερμανών και Ιταλών (και Βουλγάρων στη Θράκη) (1941 – 1944). Όπως και ειδικότερα γεγονότα το 1943: η αντικατάσταση του Μουσολίνι από τον Μπαντόλιο στις 25 Ιουλίου, η συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους Βρετανούς και Αμερικανούς στις 3 Σεπτεμβρίου και η συγκρότηση από το Μουσολίνι νέας αρχής (Repubblica di Sal΄o) στις 23 Σεπτεμβρίου στην κατεχόμενη ακόμη από τους Γερμανούς Ιταλία. Ένα σύνταγμα Δωδεκανησίων πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο και χιλιάδες από τα νησιά, περνώντας στα μικρασιατικά παράλια, έφτασαν στη Μέση Ανατολή (Αίγυπτο, Λίβανο, Παλαιστίνη και Συρία), για να μετάσχουν, μαζί με άλλους Έλληνες από την Ελλάδα, στον εκεί διεξαγόμενο αγώνα κατά των δυνάμεων του Άξονα (μάχες του Ελ Αλαμέϊν κ.ά.). Στα νησιά, αυτό το διάστημα, εξαιτίας του πολέμου και της στάθμευσης πολυάριθμων στρατευμάτων διπλής πλέον κατοχής, ιταλικής και γερμανικής, η οικονομική δυσπραγία και η τρομοκρατία εντάθηκαν. Ανησυχία προκάλεσε η είδηση ότι η Δωδεκάνησος θα δινόταν στην Τουρκία, προκειμένου να μετάσχει στον πόλεμο στο πλευρό της Βρετανίας, Ρωσίας και των άλλων συμμάχων. Από τις πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή υπήρξαν θύματα και καταστροφές. Ο μοναδικός οικισμός του Καστελλόριζου, τα πλοία του και τα εργαλεία αλιείας από τους βομβαρδισμούς καταστράφηκαν. Η πόλη της Ρόδου βομβαρδίστηκε από το συμμαχικό στόλο στις 13 Αυγούστου 1942. Αλλά τα δεινά εξαιτίας του πολέμου συνεχίστηκαν ως το 1945.
Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις Δωδεκανήσου είτε παραδόθηκαν στους Γερμανούς είτε δήλωσαν πίστη στο φασιστικό καθεστώς και συνεργάστηκαν με αυτούς. Το βρετανικό γενικό στρατηγείο Μέσης Ανατολής, κατά διαταγή του πρωθυπουργού της Βρετανίας Ουίνστον Τσώρτσιλ, που θεωρούσε τη Ρόδο, Κω και Λέρο σημαντικούς στρατηγικούς στόχους, αλλά και για να δοθεί η ευκαιρία στους Ιταλούς της Δωδεκανήσου να συνθηκολογήσουν, έστειλε δυνάμεις καταδρομών, οι οποίες κατέλαβαν από τις 13 ως τις 17 Σεπτεμβρίου 1943 την Κω, Λέρο, Σάμο, Λειψούς, Πάτμο, Φούρνους, Ικαρία και Καστελλόριζο. Από τις 31 Οκτωβρίου ως τις 19 Νοεμβρίου 1943 στην επιχείρηση, διάρκειας δύο μηνών, πήρε μέρος, φτάνοντας στη Σάμο και ο Ιερός Λόχος, που είχε συγκροτηθεί στο Κάιρο ως επιχειρησιακή μονάδα καταδρομών το Σεπτέμβριο του 1942 από αξιωματικούς, κυρίως, και οπλίτες των τριών όπλων με διοικητή το συνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε. Οι Γερμανοί, διαθέτοντας υπέρτερα όπλα (αεροπορία κ.ά.), κατόρθωσαν να ελέγξουν ασφυκτικά τους Ιταλούς και να δυσχεράνουν τη δράση των συμμαχικών δυνάμεων. Στη νέα μακρότερη φάση καταδρομικών επιχειρήσεων, μικρής ή και ευρείας κλίμακας με βάση τη Σύμη, από το Φεβρουάριο του 1944 ως τη συνθηκολόγηση στις 8 Μαΐου 1945 μετέσχε και πάλι ο Ιερός Λόχος, ο οποίος, πραγματοποιώντας περιπολίες και καταδρομές, ανέπτυξε πλούσια πολεμική δράση στην περιοχή των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και στη Δωδεκάνησο.
Από το φθινόπωρο του 1943, που τα νησιά πέρασαν στον έλεγχο των Γερμανών, ο ναζιστικός αντισημιτισμός έγινε πράξη. Οι 1.700 Εβραίοι της Ρόδου και 160 της Κω τέθηκαν σε διωγμό. Διέφυγαν τη σύλληψη ή σώθηκαν, επειδή διέθεταν τουρκικά διαβατήρια, ελάχιστοι. Οι άλλοι οδηγήθηκαν στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και τελικά στα στρατόπεδα εξόντωσης στη Γερμανία. Επέζησαν οι 303. Θύματα, επίσης, είχε και η ελληνική αντίσταση. πολλά μέλη οργανώσεων, που ανέπτυξαν δράση σ’ όλα τα νησιά σε επαφή με τη Μέση Ανατολή, εκτελέστηκαν.
Στις 8 Μαΐου 1945 (την επομένη της συνθηκολόγησης της Γερμανίας), ο Γερμανός διοικητής Δωδεκανήσου υπέγραψε στη Σύμη την παράδοση των νησιών στους αντιπροσώπους της Βρετανίας, Γαλλίας και Ελλάδας. Ως αντιπρόσωπος της Ελλάδας υπέγραψε ο Τσιγάντες. Η Ελλάδα, από τις 12 Οκτωβρίου 1944 που οι Γερμανοί εκκένωσαν την Αθήνα, ήταν ελεύθερη. Η ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει την ημέρα της συνθηκολόγησης. Η νέα αντιφασιστική κυβέρνηση στην Ιταλία είχε ήδη εκφράσει τη βούλησή της να δώσει τη Δωδεκάνησο στην Ελλάδα. Οι Βρετανοί, όμως, είχαν κατά νου η ένωση να προέλθει ύστερα από διαπραγματεύσεις μετά τη λήξη του πολέμου. Γι’ αυτό ως την ημέρα εκείνη κράτησαν τα νησιά υπό στρατιωτική κατοχή.
.
Πηγή: Η Σύντομη Ιστορία της Δωδεκανήσου, του Γιάννη Γιαννόπουλου, εκδόσεις Βουλή των Ελλήνων, 1997.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου