Στις 25 Νοεμβρίου του 1966 ανήμερα της Αγίας Αικατερίνης, η 34χρονη εργάτρια Λίτσα Γιαννοπούλου από την Πάτρα επισκέφτηκε το νηπιαγωγείο που... πήγαινε η 5χρονη κόρη του εραστή της, η μικρή Καιτούλα.
Η Γιαννοπούλου δεν ήθελε να ευχηθεί χρόνια πολλά στη μικρή για την ονομαστική της γιορτή, όπως προφασίστηκε, αλλά πήγε για να εκδικηθεί τον πατέρα της, που είχε δώσει τέλος στο δεσμό τους.
Η εργάτρια όταν έμεινε μόνη με τη μικρή, την άρπαξε και με τη βία την οδήγησε σε ένα δασάκι που βρισκόταν κοντά στο νηπιαγωγείο.
Το κοριτσάκι, που γνώριζε τη Γιαννοπούλου και την αποκαλούσε «θείτσα», αρχικά πίστεψε ότι πήγαιναν μια βόλτα.
Όταν έφτασαν στο δασάκι όμως, η γυναίκα με γρήγορες κινήσεις πέταξε τη μικρή σε μια λακκούβα και την πάτησε με το γόνατό της στην κοιλιά.
Στη συνέχεια την άρπαξε από το λαιμό και την έσφιξε με όλη της τη δύναμη μέχρι που το κοριτσάκι ξεψύχησε.
Με απόλυτη ψυχραιμία η δολοφόνος κάλυψε το πτώμα με χαμόκλαδα, πλύθηκε και πήγε στην αστυνομία, όπου ομολόγησε την πράξη της.
Σκότωσε το κοριτσάκι για να εκδικηθεί τον εραστή της
Η Γιαννοπούλου διατηρούσε μακροχρόνιο δεσμό με τον 33χρονο πατέρα της Καιτούλας, Βασίλη Πατρινό.
Γνωρίστηκαν σε ένα νυχτερινό κέντρο και παρά το ότι ο Πατρινός ήταν παντρεμένος και πατέρας τεσσάρων παιδιών, αμέσως δημιούργησαν ερωτικό δεσμό.
Η Γιαννοπούλου υποστήριξε ότι κανείς άντρας δεν την είχε εγκαταλείψει ποτέ
Όταν έλειπε η σύζυγός του, την καλούσε στο σπίτι και τα παιδιά του, τη γνώριζαν ως «θείτσα».
Η Γιαννοπούλου είχε παρουσιάσει τον εραστή της στον πατέρα της και τον είχε συστήσει σαν αρραβωνιαστικό της, κάτι που είχε κάνει ξανά και με προηγούμενο σύντροφό της.
«Εμένα δεν με έχει ρίξει άντρας».
Όταν αποκαλύφθηκε το αποτρόπαιο έγκλημα, η κοινωνία της Πάτρας ξεσηκώθηκε.
Η δολοφόνος ήταν γνωστή, καθώς παλιότερα είχε αποπειραθεί να τυφλώσει με βιτριόλι άλλον εραστή της, αλλά αυτή τη φορά ξεπέρασε κάθε όριο.
Η παραβατική συμπεριφορά της κατά το παρελθόν ήταν και ο λόγος που, όπως υποστήριξε ο ίδιος ο Πατρινός, της ζήτησε κάποια στιγμή να διακόψουν το δεσμό τους.
Η Γιαννοπούλου τότε εξαγριώθηκε και ένιωσε προσβεβλημένη, καθώς όπως είπε, κανείς άντρας μέχρι τότε δεν την είχε εγκαταλείψει. «Εμένα δεν με έχει ρίξει άντρας. Εγώ τους ρίχνω όποτε θέλω», ανέφερε σε φίλο της αμέσως μετά τον χωρισμό της.
Έτσι αποφάσισε να εκδικηθεί τον εραστή της με το χειρότερο τρόπο. Σκοτώνοντας το παιδί του.
«Αντί να σκοτώσω τον ίδιο, προτίμησα την κορούλα του για να τον κάνω να πονέσει περισσότερο», είπε στην αρχική της κατάθεση.
Αργότερα όμως, φοβούμενη την επιβολή της θανατικής ποινής που ίσχυε ακόμη στην Ελλάδα, άλλαξε στάση και προσπάθησε να παραπλανήσει το δικαστήριο.
«Η λέαινα των Πατρών»
Η κοινωνία της Πάτρας χαρακτήρισε τη Γιαννοπούλου «λέαινα» και απαιτούσε την παραδειγματική της τιμωρία.
Η δίκη της ξεκίνησε στις 23 Φεβρουαρίου του 1967 και το δικαστήριο ήταν κάθε μέρα κατάμεστο.
Υπολογίζεται ότι στο προαύλιο του δικαστηρίου και τους γύρω δρόμους είχαν συγκεντρωθεί περίπου 2.000 εξαγριωμένοι Πατρινοί.
Οι εφημερίδες έγραψαν πως αν η αστυνομία δεν είχε λάβει έκτακτα μέτρα ασφαλείας, το πλήθος θα είχε λιντσάρει τη δολοφόνο.
Με καχυποψία υποδέχτηκε ο κόσμος και τον Πατρινό, ο οποίος υπό άλλες συνθήκες θα ήταν ο τραγικός χαροκαμένος πατέρας.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρήθηκε ηθικός αυτουργός του εγκλήματος.
Η κατάθεσή του προκάλεσε αίσθηση, κυρίως λόγω της ψυχραιμίας του.
Η ψυχραιμία του χαροκαμένου πατέρα κατά την κατάθεσή του προκάλεσε αίσθηση στο ακροατήριο
Ο Πατρινός υποστήριξε ότι η πρώην ερωμένη του, τον απειλούσε συνεχώς από τη στιγμή που της ζήτησε να χωρίσουν και πως μία ημέρα πριν από το φόνο του είχε πει: «αύριο αντί για γιορτή θα έχεις κηδεία στο σπίτι σου».
Ωστόσο δεν πίστεψε ότι θα έκανε πράξη την απειλή της.
Η μητέρα του θύματος όταν κλήθηκε στο δικαστήριο, είπε πως έμαθε για την παράνομη σχέση του άντρα της λίγους μήνες πριν από το έγκλημα, αλλά δεν μάλωσε μαζί του γιατί «είναι φυσική συνέπεια να κάνει ένας άντρας ότι θέλει».
Η δήλωσή της προκάλεσε την αντίδραση του ακροατηρίου.
Η απολογία της φόνισσας
Όλοι περίμεναν με αγωνία την απολογία της κατηγορουμένης.
Η Γιαννοπούλου υιοθέτησε την τακτική της «αμνησίας» και υποστήριξε πως δε θυμόταν τι είχε κάνει στο κοριτσάκι.
Όταν ρωτήθηκε για την αρχική της κατάθεση στην οποία είχε περιγράψει αναλυτικά το έγκλημα, είπε :
«Δεν είπα τίποτα. Ο αστυνόμος Κουρέτας μου τα έλεγε και ένας συνάδελφός του τα έγραφε».
Ισχυρίστηκε ότι αγαπούσε πολύ τα παιδιά του εραστή της και προσπάθησε να συγκινήσει το ακροατήριο και τους δικαστές με κλάματα και συναισθηματικές εκρήξεις.
Για τη σχέση της με τον Πατρινό είπε, ότι η ίδια ήταν θύμα του.
Υποστήριξε ότι έκανε τα πάντα για χάρη του, του έπλενε τα πόδια, του έδινε χρήματα και πως εκείνος την είχε αφήσει έγκυο και μετά της είχε ζητήσει να ρίξει το παιδί.
Την ημέρα του φόνου ανέφερε πως την είχε αποκαλέσει «παλιογυναίκα», γεγονός που έκανε το μυαλό της να θολώσει.
Όταν ρωτήθηκε γιατί άρπαξε τη μικρή και την οδήγησε στο δασάκι, απάντησε πως ήθελε να την κρύψει για να τρομοκρατήσει τον πατέρα της παίρνοντας έτσι εκδίκηση για το χωρισμό τους.
Η διήγηση της σταμάτησε εκεί, γιατί «δεν θυμόταν» τίποτε άλλο.
Παρά τις προσπάθειες να παραπλανήσει τους δικαστές, η Γιαννοπούλου καταδικάστηκε σε ισόβια.
Οι γιατροί που την είχαν εξετάσει είχαν αποφανθεί ότι είχε σώας τας φρένας, όταν στραγγάλισε το κοριτσάκι και δεν της αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό.
Την τελευταία στιγμή γλίτωσε τη θανατική ποινή, αλλά η ίδια υποστήριξε πως κάτι τέτοιο θα ήταν προτιμότερο.
Ωστόσο, κανείς δεν την πίστεψε.
Καταδικάστηκε σε ισόβια.
mixanitouxronou
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου