Το πλοίο «Ηράκλειον» της εταιρείας Τυπάλδου ταξίδευε με σχεδόν 9 μποφόρ. Από τα 73 μέλη του πληρώματος και τους 191 επιβάτες σώθηκαν μόνο 46 (16 από το πλήρωμα και 30 επιβάτες). Οι υπόλοιποι 217 πνίγηκαν. Ο πλοίαρχος Εμμανουήλ Βερνίκος, αν και ήταν ο πρώτος που έπεσε στην θάλασσα φέροντας σωσίβιο, όπως είπαν οι διασωθέντες αξιωματικοί, ποτέ δεν βρέθηκε ο ίδιος ή το πτώμα του.
Το πλοίο είχε αποπλεύσει με καθυστέρηση 2 ωρών λόγω της κακοκαιρίας. Την τελευταία στιγμή ένα φορτηγό ψυγείο 5 τόνων με πορτοκάλια είχε καταφτάσει για να μετακινηθεί στον Πειραιά. Αυτό ήταν και το μοιραίο στοιχείο του ταξιδιού. Το όχημα πιθανότατα δεν έδεσε σωστά στο αμπάρι, με αποτέλεσμα να μετακινείται κατά το ταξίδι.
Από τον πλευρικό καταπέλτη που υποχώρησε από χτύπημα του οχήματος, το φορτηγό ψυγείο έπεσε στη θάλασσα, η οποία και κατέκλυσε στη συνέχεια όλο το χώρο των οχημάτων. Μετά από λίγα λεπτά άρχισε να παίρνει κλίση, λόγω των υδάτων, μέχρι που βυθίστηκε.
Η μαρτυρία του ναυτικού
Ο Μιχάλης Ναλετάκης από το Ηράκλειο, μέχρι λίγους μήνες πριν από το ναυάγιο εργαζόταν στο «Ηράκλειον».
Την εποχή του δράματος υπηρετούσε τη θητεία του ως ναύτης στη Σούδα. Την ίδια βραδιά είχε, όμως, βρεθεί στο λιμάνι, καθώς έφευγε με μετάθεση για την Σαλαμίνα.
Βοήθησε το πλήρωμα, τους συναδέλφους του, στον απόπλου. Εκείνος έλυσε τους κάβους της πλώρης για να φύγει το σκάφος και την επομένη αναχώρησε αεροπορικώς από το Ηράκλειο για την Αθήνα, προκειμένου να πάει στη νέα του μονάδα. Μόλις έφτασε πήγε στο σπίτι του λοστρόμου Θεόδωρου Μαγιάφη, που διασώθηκε.
Κι εκείνος του αφηγήθηκε αναλυτικά όλο το δράμα, το οποίο ο κ. Ναλετάκης περιγράφει στο κείμενο που ακολουθεί:
«Το μοιραίο απόγευμα –και ενώ το πλοίο ήταν σχεδόν λυμένο και στηριζόταν μόνο στο λεγόμενο spring- ένα καθυστερημένο φορτηγό ανάγκασε τον πλοίαρχο να φέρει το πλοίο πίσω στην αποβάθρα και να το πάρει. Στη συνέχεια, λύθηκαν πάλι οι κάβοι και το πλοίο ετοιμάστηκε να μανουβράρει για τον απόπλου, αλλά η μοίρα είχε ετοιμάσει άλλα. Ένα λευκό ψυγείο φορτωμένο πορτοκάλια – το μοιραίο όχημα που ήταν εν μέρει, η αίτια του ναυαγίου – φάνηκε στη στροφή, επίσης με αναμμένα φώτα και κορνάροντας. Ο πλοίαρχος, επειδή δεν ήθελε ν’ αφήσει όχημα απ’ έξω και να δυσαρεστήσει πελάτη, αναγκάστηκε, εκ των πραγμάτων, να μανουβράρει ξανά, για την παραλαβή του καθυστερημένου ψυγείου, ενώ ο λοστρόμος κοιτάζοντας με φώναξε: “Κρητικέ δεν μας βλέπω να φεύγουμε απόψε”.
»Το ψυγείο μπήκε από την πόρτα -η οποία ήταν, σημειωτέον, στο πλάι του πλοίου- και τοποθετήθηκε κάθετα, διότι δεν υπήρχε χώρος να μανουβράρει και να τοποθετηθεί κανονικά κι έτσι, είχε κατεύθυνση προς τους δυο καταπέλτες (πόρτες) του πλοίου. Τελικά, το πλοίο αναχώρησε στις εφτά και είκοσι το βράδυ και ο λοστρόμος με χαιρέτησε, λέγοντάς μου ότι θα τα λέγαμε πάλι μετά από δύο μέρες.
»Το πρωί αντιλήφθηκα ότι τα αντιτορπιλικά ΣΦΕΝΔΟΝΗ, ΒΕΛΟΣ και κάποιο άλλο – το όνομα του οποίου μου διαφεύγει – ετοιμάζονταν ν’ αποπλεύσουν και όταν ρώτησα στο Σηματωρείο σχετικά, μου είπαν ότι το ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ είχε εκπέμψει SOS στις δυο και δέκα περίπου το πρωί κι ότι τα πολεμικά σήκωναν ατμό για να σπεύσουν προς βοήθεια.
»Την ίδια ώρα στο ΑΚΙΠ (Αρχηγείο Κρητικού και Ιονίου Πελάγους) τα νέα δεν ήταν καθόλου ευχάριστα. Η ώρα ήταν περίπου οκτώ το πρωί και δεν είχαν ακόμα εντοπίσει ούτε συντρίμμια ούτε ναυαγούς. Τα πρώτα πλοία που έφτασαν στο σημείο του ναυαγίου ήταν το F/B «ΜΙΝΩΣ»του Ευθημιαδη και το φινλανδικό φορτηγό NUNNALAHTI, το πλήρωμα του οποίου έσωσε πολλούς ναυαγούς, απ’ ό,τι πληροφορήθηκα αργότερα.
»Τον λοστρόμο- ο οποίος ήταν ανάμεσα στους διασωθέντες,- τον συνάντησα έπειτα από δυο ημέρες στο σπίτι του στη Φρεατίδα ο όποιος φανερά συγκινημένος, μου διηγήθηκε τα γεγονότα, όπως τα έζησε.
»Η ώρα είχε πάει περίπου δώδεκα το βράδυ και όλοι οι αξιωματικοί ήταν στη γέφυρα, φανερά ανήσυχοι για τη σφοδρή θαλασσοταραχή που συντάρασσε το σκάφος, η ταχύτητα του οποίου ήταν αρκετά μεγάλη για τις συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή.
Ο ύπαρχος Νικόλαος Θεοδωράκης, από το Ρέθυμνο, που πέθανε πρόσφατα, προσπαθούσε να πείσει τον καπετάνιο να κόψει λίγο, διότι και το σκάφος και οι επιβάτες υπέφεραν. Ο αναποφάσιστος και ηλικιωμένος πλοίαρχος του απαντούσε: “Να κόψουμε, αλλά τι θα πουν από το γραφείο, θα με κατηγορήσουν για την καθυστέρηση” και αλλά παρόμοια, τα οποία έρχονταν σε αντίθεση στην πρόταση των αξιωματικών για μείωση της ταχύτητας του πλοίου.
»Ήταν μιάμιση μετά τα μεσάνυχτα όταν ο δεύτερος ναύτης της βάρδιας –ο Βατσιμάνης- πήγε στη γέφυρα και τρομοκρατημένος ανέφερε ότι το ψυγείο που είχαν βάλει τελευταίο είχε σπάσει την πόρτα και είχε πέσει στη θάλασσα μαζί με τον οδηγό του, ο οποίος προσπαθούσε να το στερεώσει. Ο καπετάνιος άρχισε να σκέφτεται ταραγμένος τις συνέπειες αυτού του γεγονότος και είπε στο λοστρόμο να πάει να δει τι συμβαίνει.
»Η διαρρύθμιση του οχηματαγωγού επέτρεπε πρόσβαση στο γκαράζ από την τρίτη θέση, όπου υπήρχε ένα είδος εξώστη από τον οποίο μπορούσε να δει κανείς τι συνέβαινε στο κυρίως γκαράζ. Το θέαμα που αντίκρισε από κει ο λοστρόμος ήταν τρομακτικό. Ο καταπέλτης έλειπε τελείως, η θάλασσα έμπαινε μέσα ανεμπόδιστα και τα φορτηγά, μισοπλέοντας, κτυπούσαν το ένα πάνω στο άλλο. Το νερό, λόγω της κατωφέρειας του γκαράζ, συσσωρευόταν συνεχώς στην πίσω μεριά πιέζοντας το χώρισμα που χώριζε το γκαράζ από το μηχανοστάσιο, ήταν δε ζήτημα χρόνου να υποχωρήσει το τοίχωμα αυτό και να πλημμυρίσουν τα διαμερίσματα των μηχανών.
»Ο λοστρόμος επέστρεψε αστραπιαία στη γέφυρα και ανέφερε τα γεγονότα, επισημαίνοντας την κρισιμότητα της όλης κατάστασης. Από εκείνη τη στιγμή και μετά άρχισε η τραγωδία του καταδικασμένου πλέον πλοίου και –απ΄ ό,τι φάνηκε στην ανάκριση που ακολούθησε- ούτε τα κουδούνια, ούτε τα μεγάφωνα λειτούργησαν για να ειδοποιήσουν τους επιβάτες.
»Ο πλοίαρχος έδωσε διαταγή εγκατάλειψης του πλοίου και ο λοστρόμος, αφού ξύπνησε το πλήρωμα καταστρώματος, έτρεχε δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να πετάξει στη θάλασσα ό,τι ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί σαν σωσίβιο. Απ΄ ό,τι μου είπε, πέταξε ξύλινα καθίσματα, σωσίβια από μια αποθήκη δίπλα στις καμπίνες πληρώματος, μερικές φουσκωτές λέμβους και αλλά πολλά που θα επέπλεαν. Δυστυχώς, οι σωσίβιες βάρκες δεν ήταν δυνατό να κατέβουν, επειδή οι μηχανισμοί ήταν χαλασμένοι – όπως αναφέρθηκε και στη δίκη που ακολούθησε.
»Το πλοίο βυθίστηκε στις τρεις παρά τέταρτο περίπου, σε λιγότερο από σαράντα με πενήντα λεπτά της ώρας. Από τις διηγήσεις διασωθέντων φάνηκε ξεκάθαρα ότι ο λοστρόμος εγκατέλειψε το πλοίο από τους τελευταίους και μάλιστα τραυματίστηκε όταν, στην προσπάθειά του να βουτήξει και λόγω της κλίσης που είχε πάρει το καράβι- τρίφτηκε στα πλευρά του πλοίου, όπου οι πεταλίδες που είχαν προσκολληθεί εκεί του προκάλεσαν εκδορές.
»Η φοβερή εκείνη νύχτα, η οποία φωτιζόταν από τις αστραπές της θύελλας των 8-9 μποφόρ, επρόκειτο να είναι μακρά για τους δυστυχείς ναυαγούς. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Θεόδωρου Μαγιάφη, όσοι έπεσαν στη θάλασσα προσπαθούσαν να βρουν κάτι για να πιαστούν, συγκλονισμένος δε, μου ανέφερε ότι μια κοπέλα που ήταν δίπλα του όλη τη νύχτα –και στην οποία μιλούσε συνεχώς, δίνοντάς της κουράγιο- δεν άντεξε και, προς το ξημέρωμα, χάθηκε από δίπλα του. Τον ίδιο τον περισυνέλεξε το F/B “ΜΙΝΩΣ” γύρω στις έντεκα το πρωί και όταν τον ανέβασαν στη βάρκα που είχαν κατεβάσει ένα από τα μέλη του πληρώματος ονόματι Γιάννης Λάμπρου δε μπόρεσε να τον αναγνωρίσει, παρόλο που ήταν φίλοι από παιδιά –τόσο παραμορφωμένο ήταν το πρόσωπό του από το μαζούτ και από την πολύωρη παραμονή στα παγωμένα νερά».
ΠΗΓΗ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου