Το κείμενο επίκαιρο όσο ποτέ. Μια γυναίκα γράφει για τον άνδρα που παντρεύτηκε. Είναι σύζυγος Ιπταμένου της ΠΑ…
Ήξερες από όταν τον παντρεύτηκες, ότι μαζί με αυτόν πήρες προίκα και την δουλειά του. Μια δουλειά ζόρικη, απαιτητική, που απαιτεί θυσίες και αφοσίωση αλλά αγαπάει τρελά… Μπορεί όμως και να τον αγάπησες και λίγο περισσότερο λόγω αυτής.
Και ήξερες ότι ποτέ η ζωή σας δεν θα είναι σαν των άλλων. Ήξερες ότι θα πηγαίνατε για καφέ και θα είχε τα «πράγματά του» μαζί του, ήξερες ότι το τηλέφωνο μπορεί να χτυπούσε τα χαράματα και να έπρεπε να πάει στην «δουλειά», ήξερες ότι το μεσημέρι θα αργούσε σχεδόν πάντα και τις αργίες και τα Σαββατοκύριακα μπορεί να έλειπε. Στην πορεία έμαθες ότι δεν θα είναι πάντα στις γιορτές των παιδιών και το έμαθαν και αυτά. Αλλά ήταν περήφανα για αυτόν. Γιατί ο μπαμπάς φοράει έναν αετό στο αριστερό του στήθος με άσπρα φτερά και πετάει. Και την ελληνική σημαία βεβαίως περήφανα στο μπράτσο.
Όλα αυτά τα χρόνια, πριν φύγει για την δουλειά τον φιλάς και βαθιά μέσα σου εύχεσαι να μην είναι το τελευταίο φιλί που του δίνεις. Πριν φύγει θα σου θυμίσει, ότι «αν γίνει κάτι», τα κλειδιά για το αυτοκίνητο θα είναι στο ντουλαπάκι του στην Μοίρα. Και πάντα όταν προσγειωθεί, θα σου στείλει ένα μήνυμα ότι προσγειώθηκε και είναι καλά. Κάτι για το οποίο πάλεψες πολύ κ μάλωσες κ φώναξες, γιατί το θεωρούσε περιττό αλλά μόνο εσύ ξέρεις πόσο πολύ το έχεις ανάγκη.
Φίλοι, γνωστοί και συγγενείς σε έχουν ρωτήσει πώς το αντέχεις όλο αυτό και ότι αυτοί δεν θα μπορούσαν. Και νιώθεις ένα μικρό σφίξιμο στο στήθος όταν στο λένε, γιατί όντως είναι βαριά και δύσκολη αυτή η ζωή αλλά κόβονται τα φτερά από έναν αετό;;;
Ώσπου έρχονται κάτι μέρες σαν την προηγούμενη Τετάρτη. Μαύρες και άραχνες. Με ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ γραμμένο πάνω τους, που σε παγώνουν και σε παραλύουν, μέχρι να μάθεις τα ονόματα αυτών που «φύγαν» και πέταξαν ψηλά και να χαρείς ταυτόχρονα που δεν είναι ο δικός σου άνθρωπος αλλά και να θρηνήσεις σαν να ήταν δικοί σου άνθρωποι και αυτοί, γιατί σε αυτή την «δουλειά» είναι όλοι μια οικογένεια.
Και μετά να σκεφτείς και να κλάψεις για αυτές τις οικογένειες που η αγκαλιά τους άδειασε, γιατί ο αετός τους πέταξε ψηλά. Για αυτά τα παιδιά που θα μείνουν ορφανά αλλά θα πρέπει να είναι και υπερήφανα και για αυτές τις χήρες, που στο τέλος θα πρέπει να θάψουν ένα άδειο πολλές φορές φέρετρο και να γεμίσουν την αγκαλιά τους με μια σημαία διπλωμένη τριγωνικά, ένα πηλήκιο και ένα ξίφος ως παρηγοριά και ανάμνηση.
Όπως οι γυναίκες του Σήφη, του Κώστα, του Παντελή…
Και οι αετοί που μείνανε πίσω; Δακρύζουν και πονάνε. Υποκλίνονται ευλαβικά και ανοίγουν τα ατσαλένια τους φτερά και ξανά πετάνε. Γίνονται ένα με αυτά και αφήνουν όλα τα άλλα πίσω. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί η ζωή συνεχίζεται. Γιατί το καθήκον τους περιμένει. Γιατί είναι αετοί. Και κουβαλάνε βουβά τον πόνο μέσα τους, γιατί ξέρουνε ότι αυτοί ήταν τυχεροί σήμερα και κάποιος άλλος όχι. Που βάζουν μπροστά το καθήκον και την γαλανόλευκη.
Και εσύ που μένεις πίσω; Φοβάσαι; Αγχώνεσαι; Μάλλον λίγο απ’ όλα, ε; Αλλά με τον καιρό, συνηθίζεις. Και σταματάς να το σκέφτεσαι. Είτε είσαι σύζυγος, παιδί, πατέρας, φίλος… Και είσαι περήφανος για τον δικό σου αετό και τα φτερά που φοράει. Και ας λείπει ώρες από το σπίτι. Και ας μυρίζει κηροζίνη, όταν γυρνάει.
Αλλά πάντα, όταν δεις πετούμενο στον ουρανό, θα σηκώσεις το βλέμμα ψηλά και θα ευχηθείς «καλή προσγείωση», ξορκίζοντας το κακό.
Και ο αετός ξέρει, ότι μια αγκαλιά τον περιμένει μόλις γυρίσει. Και πάντα έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του τον Σήφη, τον Κώστα, τον Παντελή…
ΥΓ. Αφιερωμένο σε όλες τις οικογένειες των Αετών του Αιγαίου, που πέταξαν ψηλά… Δεν σας ξεχνάμε!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου