Τους είδα, τους ονειρεύτηκα σε έναν τόπο ρημαγμένο,
περπατούσα και αντίκρυσα τον Λεωνίδα και πίσω του οι 300. Κατάλαβα αμέσως ότι δεν ήταν οι πολεμιστές
του, αλλά ήταν Έλληνες που τίμησαν τη Μάνα μας.
Ο Σωκράτης, ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας, ο Μέγα Αλέξανδρος, ο Κίμων, ο Ευαγόρας,
ο Κουντουριώτης, ο Θεοτοκόπουλος, ο Κολοκοτρώνης, ο Διγενής, ο Αυξεντίου,
ο Μάτσης,ο Παληκαρίδης, ο Δουράτσος, ο Κατσάνης, ο Σταυριανάκος, ο Ηφεστίονας,
ο Κουκίδης, ο Λάσκος, ο Διάκος, ο Παλαιολόγος, ο Ρωνανός, ο Δαβάκης, ο Ζέρβας,
ο Ρίγας, ο Βουλγαροκτόνος… κι άλλοι
πολλοί…
Όλοι τους μαζεμένοι σε μια χούφτα, σε μια αγκαλιά. Η ιστορία μας στημένη μπροστά
μου κι εγώ τους κοίταγα. Όλοι τους σκυθρωποί, αμίλητοι, κάποιοι θυμωμένοι, άλλοι
δακρυσμένοι και κάποιοι πέταγαν ένα χαμόγελο για κάποια δευτερόλεπτα και μετά
πίσω στο θυμό τους.
Τους πλησίασα, ρώτησα τον Λεωνίδα τι κάνουν…
Δε μου απάντησε, παρά με κοίταξε με ένα βλέμμα θυμωμένο σα να με μισούσε!
Προχώρησα και ρώτησα τον Πλάτωνα…
Δε μου μίλησε ούτε αυτός, με κοίταξε απορημένος, με χτύπησε ελαφρά στη πλάτη
και γύρισε το κεφάλι απ’ την άλλη.
Πλησίασα τον Κολοκοτρώνη…
Πριν καν τον ρωτήσω, δάκρυσε και μου χάιδεψε το κεφάλι.
Ένιωθα χαμένος. Είχα μπροστά μου όλους όσους αγαπώ, εκτιμώ και νιώθω περήφανος
εξ αιτίας τους, αλλά ένιωθα ότι κάτι τους χρωστάω και δεν έπρεπε να είμαι εκεί
τώρα.
Τότε ξεπετάγεται ένας μαυροφορεμένος και με πλησιάζει! Είχε βλέμμα ύπουλο,
πονηρό, φιδίσιο… Έφτασε δίπλα μου,
πέρασε το χέρι του στους ώμους μου, χαμογέλασε και με τράβηξε να πάω μαζί του. Προχωρήσαμε
πίσω απ’ τους Έλληνες κι αντίκρυσα μια τεράστια στρατιά, με χρυσές πανοπλίες
και οι στρατιώτες πονηρά χαμογελαστοί αλλά με καλυμμένα τα πρόσωπα τους.
Μπορούσα να διακρίνω μόνο έναν αριθμό στον δεξί καρπό του χεριού τους…
Εδώ μου λέει ο μαυροφορεμένος, εδώ ανήκεις εσύ. Στις χρυσές πανοπλίες θα νιώθεις
ασφαλής, θα κάνεις ότι σου λέω και θα είσαι χαρούμενος… Πριν προλάβει να πει
άλλη λέξη, ένα δόρυ του ξέσκισε τη καρδιά. Κατάλαβα αμέσως από ποιον ήταν καθώς
συνέχιζε να με κοιτάζει θυμωμένος.
Με πλησίασε τότε ο Σωκράτης και μου έδειξε το πρόσωπο του μαυροφορεμένου. Άλλαζε
συνέχεια μορφή κι ας ήταν νεκρός. Είχε πάρει τη μορφή πολλών γνωστών προδοτών
της ανθρωπότητας. Αυτοί, μου λέει ο Σωκράτης, είναι οι προδότες της ανθρωπότητας
και του πολιτισμού… Αυτοί όμως είναι οι προδότες της Ελλάδας, είπε δείχνοντάς
μου τους στρατιώτες, οι οποίοι άλλαζαν κι αυτοί μορφή στα πρόσωπα τους και αυτή
τη φορά μπορούσα να τα δω. Είδα στους
στρατιώτες - προδότες τους φίλους μου, τους κολλητούς, τους γνωστούς, τους
συγγενείς, είδα και άγνωστους…
Είδα και πρώτο πρώτο εμένα…
Γύρισα δακρυσμένος προς τον Σωκράτη και τον ρώτησα: «ΕΜΕΙΣ;;;».
Έλα εδώ μου απαντά και με παίρνει μαζί του κοντά στους υπόλοιπους Έλληνες.
Πρώτος ο Μέγα Αλέξανδρος μου λέει: «Εμείς δώσαμε τα φώτα της Ελλάδας, διαδώσαμε
τον Ελληνισμό, Εσείς γιατί τον καταστρέφετε;».
Έπειτα μου λέει ο Λεωνίδας: «Εμείς το είπαμε, εσείς
γιατί δε το λέτε;».
Τον ρωτάω: «Ποιο;». Και μου απαντάει: «Το ΜΟΛΟΝ ΛΑΒΕ, τι φοβάστε;».
Πετάγεται ο Κολοκοτρώνης και μου λέει: «Εμείς φωνάζαμε Τσεκούρι και φωτιά στους
Προσκυνημένους… κι εσείς τώρα προσκυνάτε μωρέ. Γιατί; Δε το ξέρετε ότι είστε
Έλληνες και οι Έλληνες και στον Θεό όρθιοι μιλάμε…».
Ο Αριστοτέλης τότε με πλησιάζει και μου λέει: «Τα δώσατε όλα, τα ξεπουλήσατε
και πάνω απ’ όλα την ψυχή και το πνεύμα σας.
Κρατήσατε μόνο το σώμα κι εμάς μας ξεχάσατε. Επιτρέψατε σε όλους να μας
κοροϊδεύουν και να σας κατηγορούν.
Κοίτα εκείνη τη γυναίκα, μου λέει, πως το αντέχετε να την κάνετε έτσι;».
(Αναφερόταν σε μια γυναίκα που ήταν δεμένη,
ματωμένη και έκλαιγε ασταμάτητα, αλλά πότε πότε σταμάταγε και φώναζε: «ΘΑ
ΞΥΠΝΗΣΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ, ΘΑ ΞΥΠΝΗΣΟΥΝ ΚΑΙ ΘΑ ΜΕ ΣΩΣΟΥΝ ΟΠΩΣ ΕΚΑΝΑΝ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ
ΤΟΥΣ!!!»).
Ήταν η ίδια η Ελλάδα….
«Κατάλαβες τώρα γιατί κάθε βράδυ μαζεύεται όλη η ιστορία σας; Για να μας
θυμηθείτε», μου λέει ο Σωκράτης...
Με πλησιάζει ο Λεωνίδας με τον Αχιλλέα: «Κατάλαβες τώρα γιατί είμαστε θυμωμένοι;
Γιατί είστε παιδιά μας και δεν αντέχουμε να σας βλέπουμε γονατιστούς να
προσκυνάτε».
Και γύρισε ο Πλάτωνας τότε και μου είπε: «Κατάλαβες τώρα γιατί σας μισούν και
σας ζηλεύουν; Γιατί υπήρξαμε εμείς και όσο θα μας θυμάστε και θα μας κάνετε
περήφανους εμάς και τη Μάνα μας, θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε μέσα από εσάς. Όλοι
τους έχουν σκοπό να σας κάνουν να ξεχάσετε και το έχουν καταφέρει σε μεγάλο
βαθμό.
Ενωθείτε αδέλφια, ενωθείτε
μεταξύ σας και σώστε τη Μάνα μας…».
Τους είδα, τους ονειρεύτηκα σε έναν τόπο ρημαγμένο,
περπατούσα και αντίκρυσα τον Λεωνίδα, τον Αχιλλέα, τον Σωκράτη, τον Αριστοτέλη,
τον Πλάτωνα,τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Μιλτιάδη, τον Θεμιστοκλή, τον Περικλή, τον Υψηλάντη, τον Καραολή, τον Παπαφλέσσα, τον Καγιαλεδάκη, τον Μπότσαρη, τον Γρίβα, τον Μαβίλη,
τον Παρμενίων, τον Καραϊσκάκη, τον Ανδρούτσο, τον Παύλο Μελλά...!!!
ΤΟΥΣ ΕΙΔΑ, ΤΟΥΣ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ
ΣΕ ΕΝΑ ΤΟΠΟ ΡΗΜΑΓΜΕΝΟ!!!
ΝΙΚΟΛΑΣ ΓΡΕΒΕΝΙΩΤΗΣ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου