Προσοχή… το δικό μας στρατηγικό επίπεδο είναι το τακτικό των ισχυρών
Ο παρών ιστοχώρος έχει καταγεγραμμένη Ιστορία εχθρικής ή
ειρωνικής αντιμετώπισης σε κάθε λογής θεωρία συνωμοσίας και δε σκοπεύει
να αλλάξει τη στάση του αυτή. Όσα ακολουθούν, σε καμία περίπτωση δεν θα
πρέπει να θεωρηθούν ως σχετιζόμενα μα «συνωμοσίες», αλλά με απλές
παρατηρήσεις των εξελίξεων, σε συνδυασμό με την υποκειμενική εκτίμηση
των γεωστρατηγικών συμφερόντων των κύριων κρατικών ή μη δρώντων στο
σύγχρονο διεθνές σύστημα.
Του ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Η διαπραγμάτευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εάν εξεταστεί με όρους
εσωτερικής πολιτικής, εξελίσσεται εξαιρετικά. Οι πρωταγωνιστές, δηλαδή η
κυβερνητική ομάδα που διαχειρίζεται την υπόθεση, έχουν πραγματοποιήσει
για την πλειοψηφία εντυπωσιακή εμφάνιση, εκμεταλλευόμενοι με τον
καλύτερο τρόπο τα δεδομένα που έχουν στα χέρια τους:
Μια παντελώς ανύπαρκτη αντιπολίτευση η οποία ακόμα «ψάχνεται» και
τρομοκρατείται από τον βαθμό διείσδυσης του ΣΥΡΙΖΑ σε μέρος της
παραδοσιακής εκλογικής της βάσης στον χώρο του κέντρου, αλλά και από τον
βαθμό συμφωνίας με τους χειρισμούς του δεξιού της τμήματος, όπως
φαίνεται στις δηλώσεις στελεχών και πρώην στελεχών, όπως ο Τάκης
Μπαλτάκος και ο Φαήλος Κρανιδιώτης, οι οποίοι μάλιστα τυγχάνουν ή
ετύγχαναν στενοί φίλοι και συνεργάτες του πρώην πρωθυπουργού, Αντώνη
Σαμαρά.
Το άλλο δεδομένο είναι η τρομακτική κόπωση της ελληνικής
κοινωνίας που είναι έτοιμη να αποδεχθεί οτιδήποτε δείχνει ότι ΘΑ
οδηγήσει σε βελτίωση της κατάστασης στο μέλλον, έχοντας εξαντληθεί από
τη φορολόγηση μιας κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας που δεν έβλεπε τίποτε
άλλο παρά νούμερα, ενώ στον επικοινωνιακό τομέα η κατάσταση ήταν
κυριολεκτικά για γέλια.
Την ίδια στιγμή, ένας εκ των πιο σημαντικών επικοινωνιολόγων της Νέας
Δημοκρατίας, ο Γιάννης Λούλης, έχει περάσει την όχθη και συμβουλεύει
την κυβερνητική παράταξη, αν και όσα φέρεται να τόνιζε προεκλογικά, για
κάποιον μαγικό λόγο τα κατανοούσαν όλοι, πλην του στενού κύκλου
συνεργατών του πρώην πρωθυπουργού.
Ο κόσμος ήταν απόλυτα έτοιμος να αποδεχθεί τον οποιονδήποτε θα
εμφανιζόταν και θα «πατούσε πόδι» στους δανειστές, κυρίως δε στη
«μισητή» Γερμανία της Μέρκελ και του Σόιμπλε, να τους πει «στα μούτρα»
αυτά που σκέπτονται σχεδόν δίχως εξαιρέσεις όλοι οι Έλληνες.
Τον ρόλο αυτό τον ανέλαβε ο χαρισματικός – κατά πολλούς – και
εξαιρετικά δικτυωμένος και καταρτισμένος επιστημονικά, ασχέτως εάν
συμφωνεί κανείς μαζί του ή όχι, Έλληνας υπουργός Οικονομικών, ο Γιάνης
Βαρουφάκης, που κατάφερε να στρέψει πάνω τα παγκόσμια φώτα της
δημοσιότητας, ανακατεύοντας αποφασιστικά «την τράπουλα». Μέχρι στιγμής
πάντα, εν αναμονή του τελικού αποτελέσματος.
Προφανώς, όλα αυτά έφταναν και περίσσευαν για να αποκτήσει ηγεμονική
θέση στο πολιτικό σύστημα ένα πάλαι ποτέ «περιθωριακό» κόμμα που πάλευε
να βρει το 3% και να μπει στο Κοινοβούλιο. Τεράστια ανατροπή, την οποία
ασφαλώς και πιστώνεται ο νεαρός αρχηγός του, ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος
κατάφερε αποφασιστικό πλήγμα στο μεταπολιτευτικό σκηνικό της ρεμούλας,
της διαφθοράς, της αδιαφάνειας και του κράτους που ήταν ταυτισμένο με το
κόμμα, εκτρέφοντας μιλιούνια κρατικοδίαιτους κηφήνες, μαζί με την
άνθηση του κρατικοδίαιτου καπιταλισμού.
Την ίδια στιγμή, τα υπόλοιπα κόμματα δείχνουν ανίκανα να απαλλαγούν
από τα «βαρίδια» των κομματικών «βαρόνων» που έχουν αφήσει πίσω τους
«γόνους» για να συνεχίσουν την παράδοση. Για να αποφευχθεί όμως η άκρατη
«ανθρωποφαγία», θα πρέπει να γίνει σαφές ότι καθένας θα πρέπει να
κριθεί με τα ίδια κριτήρια που κρίνεται και η κυβερνητική πλειοψηφία,
αφού μπορεί να βρήκε ανοικτό τον δρόμο για να σταδιοδρομήσει στην
πολιτική, μαζί με ένα μηχανισμό για να τον υποστηρίξει, αυτό όμως δεν
σημαίνει αυτόματα ότι όλοι τους είναι άχρηστοι.
Το ότι θα αναδυθούν από την κατάσταση αυτή νέοι
επιχειρηματικοί κολοσσοί το θεωρούμε σχεδόν αυτονόητο, έτσι γινόταν
πάντα στις μεταβατικές περιόδους στην ελληνική Ιστορία των τελευταίων
δεκαετιών, ενώ οτιδήποτε διαφορετικό θα οδηγήσει στην ανάδυση μιας χώρας
– σοβιετίας, το μέλλον της οποίας στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον δεν
θα προδιαγράφεται ευοίωνο.
Το ζητούμενο είναι να αλλάξουν οι κανόνες του παιχνιδιού και όχι να
έχουμε αντικατάσταση «τζακιών» που θα διαιωνίσουν τη διαπλοκή. Εκεί θα
κριθεί η αποτελεσματικότητα της νέας κυβέρνησης. Αγαθές προθέσεις είναι
βέβαιο ότι σε πολλούς υπάρχουν, το πρόβλημα είναι να αποφύγουμε την
επαλήθευση του ρητού, ότι «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με
καλές προθέσεις».
Αυτό
όμως είναι το εσωτερικό σκηνικό. Οι πολιτικές δυνάμεις που αναδύονται
καλούνται να δράσουν και να πετύχουν στο διεθνές σκηνικό, το οποίο
προσδιορίζεται από τα συμφέροντα στρατηγικής και τακτικής φύσης των
ισχυρότερων δρώντων. Όταν σε αυτό έρχεται να συνυπολογιστεί και η
κρίσιμη γεωπολιτική θέση της χώρας, είναι προφανές ότι το «οικόπεδο» που
λέγεται Ελλάδα, πάντα θα διαδραματίζει κάποιον ρόλο στον διεθνή
καταμερισμό ισχύος. Ας μη έχουμε καμία αμφιβολία επ’ αυτού.
Το πρόβλημα σήμερα είναι εάν θα ξεπεράσουμε τα προβλήματα και θα
αποκαταστήσουμε τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, μαζί με ένα
αναπτυξιακό δρόμο που θα μας βοηθήσει να εξυπηρετούμε χωρίς πρόβλημα το
χρέος μας, είτε αυτό «κουρευτεί είτε όχι. Δεν είναι και λίγοι οι
έμπειροι παράγοντες της διεθνούς αγοράς που δεν ασχολούνται και πολύ με
το ύψος αυτού του χρέους.
Είναι πολύ περισσότεροι παράγοντες που παίζουν ρόλο. Ποιος το έχει
στα χέρια του, εάν το χρωστά ο δημόσιος ή ο ιδιωτικός τομέας σε μια
οικονομία, ποιο είναι το ύψος της ετήσιας δαπάνης που απαιτεί η
εξυπηρέτησή του, πόσο θα το «ροκανίσουν» σε βάθος χρόνου ο πληθωρισμός
και η ανάπτυξη, κ.λπ.
Το παρόν διάστημα όμως, βρίσκεται σε εξέλιξη ένα «παιχνίδι»
μπρα-ντε-φερ με την φυσική ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο
ασχέτως πως θα καταλήξει, δηλαδή με την Ελλάδα εντός ή εκτός Ευρωζώνης,
κάποιων τα ευρύτερα σχέδια θα εξυπηρετήσει και κάποιων τα σχέδια θα
πλήξει. Σε αυτή τη «σκακιέρα» κινήσεις δεν κάνουν μόνο οι εμφανείς
δυνάμεις, η Γερμανία που μας πιέζει, εμείς που αντιστεκόμαστε, οι ΗΠΑ
που παρεμβαίνουν χωρίς να επενδύουν όμως, με αποτέλεσμα το Βερολίνο να
διαμηνύει ότι η τελευταία λέξη είναι δικιά του… και λίγο από Ρωσία και
Βλαδίμηρο Πούτιν.
Την Κίνα την αφήνουμε απ’ έξω, καθότι μοιάζει ως ο πιο «καθαρός»
παίκτης, υπό την έννοια των πιο ξεκαθαρισμένων στοχεύσεων, που είναι
οικονομικού χαρακτήρα, πάνω στον οποίο έρχονται να κολλήσουν άλλες πιο
«αφηρημένες» αλλά απολύτως ουσιαστικές έννοιες, όπως η «επιρροή».
Υπάρχουν κι άλλες «δυνάμεις» όμως, που δρουν εντός των
πρωταγωνιστικών κρατικών δρώντων, οι οποίες κάνουν τις κινήσεις τους στη
«σκακιέρα», ευελπιστώντας ότι το τελικό αποτέλεσμα, η έκβαση αυτής της
«μάχης» θα αποτελέσει μια ακόμα επιτυχία στην προσπάθεια επίτευξης των
δικών τους σκοπών, οικονομικών, πολιτικών ή συνδυασμός αυτών.
Κατά συνέπεια, επιχειρούν να χειραγωγήσουν τις εξελίξεις και
για τον σκοπό αυτό δεν ξυπνούν μια ωραία πρωία και αποφασίζουν.
Σχεδιάζουν μακροχρόνια και υλοποιούν τα σχέδια, έχοντας εναλλακτικές σε
περίπτωση που κάτι στραβώσει, ενώ η αναπροσαρμογή της στρατηγικής τους
είναι διαρκής και η ευελιξία τους παροιμιώδης.
Θα αποτολμήσουμε να θέσουμε το ρητορικό ερώτημα, ποιοι θέλουν την
Ελλάδα εντός ή εκτός Ευρωζώνης. Ο στόχος δεν είναι απαραίτητα αυτός,
δηλαδή η χώρα μας, αλλά πολύ ευρύτερος. Θα μπορούσε να είναι ο ένας
κρίκος της αλυσίδας που θα οδηγούσε π.χ. στον Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία
και στους Ποδέμος στην Ισπανία, όχι διότι έχουν κάποια ιδιαίτερη
συμπάθεια απέναντί τους, αλλά επειδή μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να
δημιουργήσει «ανήκεστο βλάβη» στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στόχος θα μπορούσε να είναι η ακύρωση των σχεδίων για τη μετεξέλιξή
της σε ομοσπονδιακό κράτος στο μέλλον, για να μην αναδειχθεί σε αντίπαλο
δέος, σε έναν υπολογίσιμο αντίπαλο, ο οποίος θα μπορούσε να λαμβάνει
τις δικές του ανεξάρτητες αποφάσεις στη διεθνή σκηνή και να έχει την
ισχύ να επιδιώξει το συμφέρον του.
Ας μην ξεχνάμε ότι ακρογωνιαίος λίθος στα της ευρωπαϊκής
ασφάλειας είναι το ότι η Γερμανία είναι πολύ μεγάλη για τα ευρωπαϊκά
δεδομένα και όχι αρκετά για τα παγκόσμια. Για τον λόγο
αυτό πάντα ήταν η «μαύρη τρύπα» για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Ίσως να
προβληματίζει και η «ψυχοσύνθεση» του γερμανικού λαού και μια δυσκολία
επίδειξης ευελιξίας που διαπιστώνουν, καταγράφοντάς το ή όχι, σοβαροί
υπηρέτες του ευρύτερου χώρου της πολιτικής επιστήμης, όχι μόνο των
διεθνών σχέσεων.
Αυτό σημαίνει, ότι η γερμανική ακαμψία και η αυτονόμηση που επιδιώκει
σε σειρά αποφάσεων, μπορεί στο τέλος να κρίνει την τύχη της. Από το
σκαιό ύφος του Σόιμπλε απέναντι στον Αμερικανό ομόλογό του Γκάιτνερ,
μέχρι τη στάση της Μέρκελ απέναντι στον Ομπάμα στο ζήτημα της
οικονομικής κρίσης, όλα παίζουν ρόλο.
Ο δε πανικός της απέναντι στις εξελίξεις στην Ουκρανία, στις οποίες
έπαιξε ρόλο με την ενίοτε περίεργη εξωτερική της πολιτική, αποκαλύπτει
την αχίλλειο πτέρνα της. Τη στρατιωτική της «γύμνια» και το
δικαιολογημένο – όχι μόνο λόγω ιστορίας – δέος που αισθάνεται απέναντι
στη Ρωσία. Άρα, πόσο απίθανο είναι στόχο να αποτελεί η ίδια η Γερμανία;
Επιστρέφοντας όμως στα δικά μας, πόσοι από τους αναγνώστες
του παρόντος σημειώματος δεν μπήκαν στον πειρασμό να πουν «άρα μας
υποστηρίζουν οι Αμερικάνοι» και να αισθανθούν ότι δεν είμαστε μόνοι σε
αυτοί τη μάχη; Δεν είναι τόσο απλό… «Ποιοι Αμερικανοί» είναι το ένα
ερώτημα και «με ποιον στόχο» το δεύτερο.
Προτού όμως απαντήσει καθένας αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να
αποφασίσει ποιος είναι ο δικός μας, ο ελληνικός στόχος. Μέσα ή έξω από
την Ευρωζώνη; Διότι εάν η απάντηση είναι «μέσα», τότε ίσως «σύμμαχος»
δεν είναι ο Αμερικανός, αλλά ο Γερμανός. Πως είμαστε βέβαιοι ότι κάποιοι
Αμερικανοί (δεν είναι μόνο ένας πυλώνας ισχύος στις ΗΠΑ και δη
κρατικός, που μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις) δεν έχουν σαν στόχο την
ανάσχεση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, ώστε η ενωμένη Ευρώπη να μην
προχωρήσει και τόσο πολύ ώστε να αυτονομηθεί στρατηγικά.
Ούτε αυτό είναι δεδομένο όμως! Με τη δεδομένη συμπεριφορά – ηγετική
ικανότητα, πόσο σίγουροι είμαστε πως θέλουμε να εντασσόμαστε εκεί;
Επίσης, στο πλαίσιο ενός ενδεχομένου «σχεδίου» όπως το προαναφερθέν, πως
είμαστε βέβαιοι ότι δεν εξυπηρετεί καλύτερα το να προχωρήσει η Ευρώπη,
αλλά μόνο με τους «νοικοκύρηδες» του Βορρά, ενώ οι «άσωτοι» του
ευρωπαϊκού Νότου (άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο) να μείνουν απ’
έξω;
Αυτό ομοιάζει με μια ιδιότυπη επανάληψη της στρατηγικής
ανάσχεσης (containment) της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης, της οποία
εμπόδιζαν την κάθοδο σε μια «Rimland» (σε έναν δακτύλιο) που θα ελέγχει
τις εξελίξεις στην «Heartland» (στην καρδιά της ευρωπαϊκής ηπείρου). Ή
μήπως πάει πιο μακριά και κάποιοι θεωρούν νομοτελειακά ότι μια γερμανική
Ευρώπη θα συνεργαστεί με τη Ρωσία, σενάριο απαγορευτικό για τις
Ηνωμένες Πολιτείες, οπότε παίρνουν μέτρα εγκαίρως;
Θα μπορούσαν να ειπωθούν περισσότερα, δεν έχει όμως νόημα. Σημασία
έχει οι κρατούντες να ξέρουν που βαδίζουν. Το βέβαιοι είναι ότι κάθε
κίνηση της Ελλάδας εξυπηρετεί ή πλήττει τα συμφέροντα κάποιου ισχυρού,
ενώ δεν είναι και τόσο ξεκάθαρο πλέον ποιου. Το ζητούμενο είναι να
έχουμε σαφή προσανατολισμό και να έχουμε την ικανότητα να
αντιλαμβανόμαστε ότι το δικό μας στρατηγικό επίπεδο, είναι το τακτικό
στον σχεδιασμό των μεγάλων στην εποχή μας, καθώς επίσης ότι καθένας από
αυτούς μας αντιμετωπίζουν ως «πιόνια» προς χειραγώγηση στο δικό του
γεωπολιτικό παιχνίδι.
Μόνο εάν έχουμε συνείδηση που βαδίζουμε, δεν θα παίξουμε τον ρόλο του
«χρήσιμου ηλίθιου»… Θέλει σύνεση και χαμηλό προφίλ, ενώ το να
συνεχίσουμε να αισθανόμαστε «εθνική υπερηφάνεια» κάθε φορά που ένας
πολιτικός (δεν μιλάμε μόνο για τον πρωθυπουργό και τον υπουργό
Οικονομικών) τηρεί «σθεναρή στάση», δεν είναι απαραίτητο ότι σε βάθος
χρόνου θα μας βγει σε καλό. Ο κόσμος είναι υπερβολικά «γκρίζος»…
Έχοντας
εντοπίσει την ψυχολογική μας ανάγκη για εθνική ανάταση, αλλά και την
πεποίθηση των πολιτικών ότι τέτοια στάση προσπορίζει εσωτερικό πολιτικό
όφελος, θα μπορούσε κάποιος να στήσει μια περιποιημένη προβοκάτσια,
ποντάροντας στο ότι η διαχείριση μιας κρίσης θα κινηθεί στο ίδιο μήκος
κύματος. Και όταν το κεφάλι που αποφασίζει δεν είναι «κρύο» αλλά
«θερμό», κάπου εκεί μπορεί να παραμονεύουν εθνικές τραγωδίες.
Διότι η παρόρμηση και οι ιδιοτελείς υπολογισμοί οδηγούν σε σημαντικές
στρεβλώσεις στη διαδικασία λήψης απόφασης (decision making), ενώ
αριστερές ή δεξιές ιδεοληψίες αποτελούν «βούτυρο στο ψωμί» αυτού που θα
προσπαθούσε να μας χειραγωγήσει, στρέφοντάς μας στη μια ή την άλλη
απόφαση. Ας μην υπερεκτιμάμε τις δυνατότητές μας.
Λυπούμαστε διότι στην παρούσα φάση δεν μπορούμε να γίνουμε
πιο συγκεκριμένοι. Δεν διεκδικούμε το αλάθητο, δικαιούμαστε όμως να
ανησυχούμε γνήσια και να προειδοποιούμε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου